Εκπαιδευτικες Μεταρρυθμισεις στις Η.Π.Α.:

Από την Πολιτικη των ισων Ευκαιριων στην Πολιτικη της Αριστειας και Λογοδοτησης

 

 

Λουκάς Πετρονικολος

Αν. Καθηγητής University of Wisconsin

Oshkosh Η.Π.Α.

 

 

 

Εισαγωγη

 

H εργασία αναφέρεται στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που σημειώθηκαν στις Η.Π.Α. τα τελευταία 25 χρόνια. Αυτές εξετάζονται στο ευρύτερο πλαίσιο των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών γεγονότων της περιόδου 1960-2000.  Με περισσότερες λεπτομέρειες η εργασία αναφέρεται σε γεγονότα σταθμούς για την εξέλιξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε γεγονότα που συνδέοντα άμεσα με τη μεταστροφή της από πολιτική των ίσων ευκαιριών (equality) σε πολιτική της αριστείας (excellence) και λογοδότησης (accountability).  Υποστηρίζεται ότι η μεταστροφή αυτή αποτελεί μια ανάσχεση της δημοκρατικοποίησης που ξεκίνησε στην εκπαίδευση, αλλά και σε ολόκληρη την Αμερικανική κοινωνία, την δεκαετία του ’60.  Επίσης, ότι η ανάσχεση της δημοκρατικοποίησης συνδέεται άμεσα με την επανάκαμψη της νεοφιλελεύθερης / νεο-συντηρητικής ιδεολογίας την δεκαετία του 1980.  Στο τέλος της εργασίας γίνεται μια σύντομη αξιολόγηση των πρόσφατων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

 

 

Πρόσφατες Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις – Ένα Έθνος σε Κίνδυνο

 

Το 1981 ο υπουργός παιδείας Terrell H. Bell της κυβέρνησης Ronald Reagan ανέθεσε σε μια επιτροπή 18 εμπειρογνωμόνων να συντάξει την γνωστή έκθεση Ένα Έθνος σε Κίνδυνο: Επιτακτική Ανάγκη για Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση (A Nation at Risk: The Imperative for Educational Reform).  Η έκθεση, που δημοσιεύτηκε το 1983, επισήμαινε ότι εκείνη την εποχή η βιομηχανία και το εμπόριο των Η.Π.Α. υστερούσαν διεθνώς σε ανταγωνιστικότητα.  Υποστήριζε δε ότι το πρόβλημα ξεκινούσε από την έκρυθμη κατάσταση που διαμορφώθηκε στην εκπαίδευση κατά τα προηγούμενα χρόνια.  Αν την ίδια κατάσταση, συνέχιζε η έκθεση σε γλώσσα που θύμιζε το ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του 1950, την είχε επιβάλλει στις Η.Π.Α. κάποια ξένη δύναμη, τότε αυτό θα ισοδυναμούσε με πράξη κήρυξης πολέμου.  Και όμως, κατέληγε σε μελαγχολικό τόνο, την κατάσταση αυτή την επέβαλλαν οι ίδιοι οι Αμερικανοί στους εαυτούς τους με την έλλειψη συγκεκριμένου, βασικού, σκοπού για την εκπαίδευση και την χρήση χαμηλών κριτηρίων μέτρησης της ακαδημαϊκής επίδοσης των παιδιών τους.  Οι προτάσεις που έκανε η έκθεση για την λύση του προβλήματος συνοψίζονται στα εξής:

 

*       Όλοι οι μαθητές πρέπει να αποκτήσουν σταθερές βάσεις στην Αγγλική γλώσσα, τα μαθηματικά, τις θετικές επιστήμες, τις κοινωνικές επιστήμες και τους υπολογιστές.

*       Οι προσδοκίες από το εκπαιδευτικό σύστημα δε θα πρέπει να είναι τίποτα λιγότερο από προσδοκίες για αριστεία.  Για το σκοπό αυτό επιβάλλεται η χρήση αυστηρών μετρήσιμων (ποσοτικών) κριτηρίων της αξιολόγησης των μαθητών.

*       Σε αξιολόγηση θα πρέπει να υποβάλλεται και το έργο των εκπαιδευτικών οι οποίοι θα λογοδοτούν για τα αποτελέσματα της εργασίας τους

 

Ο τρόπος που προβλήθηκε η έκθεση από τον ίδιο τον Bell και τους επιτελείς του αλλά και οι συγκυρίες της εποχής δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για να πάρει η έκθεση δημοσιότητα η οποία ξεπερνούσε κάθε προσδοκία.  Ας τονιστεί εδώ ότι την εποχή αυτή αποτελούσε πρόσφατο παρελθόν η ήτα στο Βιετνάμ, η Ιρανική επανάσταση και η κρίση των Αμερικανών ομήρων – γεγονότα τα οποία είχαν μειώσει το γόητρο της χώρας διεθνώς – ενώ στο εσωτερικό σημειωνόταν μια σοβαρή οικονομική ύφεση.  Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, ως την αρχή για τα δεινά της οικονομίας η έκθεση θεωρούσε την περίοδο κατά την οποία διαμορφώθηκε μια έκρυθμη κατάσταση στην εκπαίδευση.  Άραγε για ποια περίοδο γίνεται λόγος;

 

 

Πολιτική Οικονομία και Ιδεολογία Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – 1945-1960

 

Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονταν στις δεκαετίες του 1960 και 1970, μια περίοδο που την χαρακτήρισαν τα ειρηνιστικά κινήματα και το κίνημα για το τέλος των διακρίσεων και του ρατσισμού.  Το μέγεθος της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής που επέφεραν τα κινήματα αυτά γίνεται αντιληπτό μόνο αν εξεταστούν στο ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας και ιδεολογίας που διαμορφώθηκαν στις Η.Π.Α. μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Τότε η χώρα γνώρισε μια οικονομική ευημερία την οποία αν και τροφοδοτούσε η αύξηση του καταναλωτισμού εξαρτιόταν άμεσα από την πολεμική βιομηχανία.  Τις τεράστιες αμυντικές δαπάνες δικαιολογούσε ο φόβος της εξάπλωσης του κομμουνισμού και της στρατιωτικής υπεροχής της Σοβιετικής Ένωσης.  Το 1957 η Σοβιετική Ένωση έστειλε στο διάστημα τον πρώτο δορυφόρο, το γνωστό Σπούτνικ, κερδίζοντας έτσι τις εντυπώσεις αλλά και το προβάδισμα στην τεχνολογική κούρσα για την κατασκευή διηπειρωτικών πυραύλων ικανών να πλήξουν τη Βόρεια Αμερική.  Ένα χρόνο αργότερα και μέσα σε κλίμα εθνικής κρίσης το Αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε το νόμο με τίτλο Εκπαίδευση για την Εθνική Άμυνα (National Defense Education Act).  Στόχος της κυβέρνησης ήταν να ενισχυθεί η διδασκαλία των μαθηματικών και των θετικών επιστημών στα δημόσια σχολεία της χώρας.  Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν, κατά την κυβέρνηση, ήσαν απαραίτητες για να αποκτήσει η χώρα το ανθρώπινο δυναμικό που της χρειαζόταν ώστε να πετύχει τους ευρύτερους πολιτικο-στρατιωτικούς στόχους του ψυχρού πολέμου.

 

Την δεκαετία του ’50 σημειώθηκαν και σημαντικές κοινωνικές εξελίξεις σε θέματα που αφορούν τις φυλετικές διακρίσεις.  Η κατάργηση της δουλείας μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο δεν απάλλαξε τους Αφρο-Αμερικανούς από τον ρατσισμό.  Αντίθετα, οι διακρίσεις και η εκμετάλλευση συνεχίστηκαν ενώ ο ρατσισμός θεσμοποιήθηκε με νόμους που απαγόρευαν ακόμα και την συναναστροφή μαύρων και λευκών στους δημόσιους χώρους.  Τέτοιοι χώροι ήταν και τα δημόσια σχολεία.  Στην καλύτερη περίπτωση, η κατάσταση αυτή ήταν ασυμβίβαστη με τις διακηρύξεις των πολιτικών ηγετών ότι οι Η.Π.Α. αγωνίζονταν κατά του κομμουνισμού στο όνομα της ισότητας και της ελευθερίας.  Το 1954 το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι κάθε νομοθεσία που επικυρώνει διαφορετικά σχολεία για λευκούς και μειονότητες παραβιάζει την θεμελιακή συνταγματική αρχή της ισονομίας (βλέπε την απόφαση Brown v. Board of Education). 

 

Πολιτική των Ίσων Ευκαιριών (equality)

 

Βάζοντας σε αμφισβήτηση πολλές από τις κατεστημένες κοινωνικές και εκπαιδευτικές πρακτικές, τα ειρηνιστικά κινήματα και τα κινήματα για το τέλος των διακρίσεων και του ρατσισμού της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσαν μια συνέχεια των γεγονότων της δεκαετία του ’50.  Βέβαια, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε πριν μερικά χρόνια, λίγοι εκπαιδευτικοί και πολιτικοί υποστήριζαν τώρα ότι υπήρχε συνάφεια μεταξύ εθνικής ασφάλειας και ποιότητας της εκπαίδευσης.  Όμως εκείνο που πάντα προέχει σε περίοδο κοινωνικού αναβρασμού και αβεβαιότητας είναι η κοινωνική συνοχή.  Έτσι, πρωταρχικός ρόλος του σχολείου την δεκαετία του ’60 έγινε η διασφάλιση των ίσων ευκαιριών.  Τον βαθμό της επιτυχίας των παραπάνω κινημάτων αποκαλύπτει η θέσπιση μιας ριζοσπαστικής για την εποχή νομοθεσίας και η αποφασιστικότητα των ομοσπονδιακών δικαστών να επιβάλλουν την εφαρμογή της όχι μόνο σύμφωνα με το γράμμα αλλά και σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου.  Ορόσημα αποτέλεσαν ο νόμος για την ίση προστασία των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων του 1964 και το «Κίνημα για τη Μεγάλη Κοινωνία», που ξεκίνησε ο δολοφονηθείς πρόεδρος Kennedy και συνέχισε ο διάδοχος του Johnson.  Μέσα στο πλαίσιο του κινήματος για το τέλος των διακρίσεων, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και τα δικαστήρια ανέλαβαν τώρα ενεργό ρόλο σε θέματα δημόσιας παιδείας. Ενδεικτικά μόνο μπορούμε να αναφέρουμε στο σημείο αυτό τα εξής:

 

*       Το 1964, ψηφίστηκε ομοσπονδιακό νόμος για την ενίσχυση των παιδιών προσχολικής ηλικίας που προέρχονται από φτωχές οικογένειες (“Head Start”).

*       Το 1965, το Κογκρέσο ψήφισε το Νόμο για την Στοιχειώδη και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (The Elementary and Secondary Education Act).  Ο νόμος έδωσε το δικαίωμα στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση να διαθέτει μεγάλα ποσά για την βελτίωση της εκπαίδευσης των μαθητών από φτωχές οικογένειες.

*       Το 1968, ψηφίστηκε ο νόμος για την δίγλωσση εκπαίδευση (Bilingual Education Act).  Σύμφωνα με το νόμο, πόροι από το ομοσπονδιακό ταμείο μπορούν να διατίθενται για να βοηθούνται μαθητές των οποίων τα Αγγλικά δεν είναι μητρική τους γλώσσα.

*       Το 1972 ψηφίστηκε ο νόμος που κατοχυρώνει την ίση μεταχείριση όλων των μαθητών ανεξάρτητα φύλου στα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συμμετέχουν σε προγράμματα τα οποία χρηματοδοτεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση (αργότερα οι προστασίες του νόμου επεκτείνονται και στους εκπαιδευτικούς).

*       Το 1975 ψηφίστηκε ο νόμος που προστατεύει το δικαίωμα των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση για παιδιά με ειδικές ανάγκες.

 

Αποτελούν λοιπόν οι παραπάνω νόμοι μέτρο αφενός της επιτυχίας των λαϊκών κινημάτων για την δημοκρατικοποίηση της κοινωνίας, αφετέρου της σημασίας που οι νομοθέτες και οι πολίτες αναγνώρισαν στην δημόσια παιδεία για την πραγμάτωση αυτού του στόχου.

 

Η Πολιτική της Αριστείας (excellence) και Λογοδότησης (accountability)

 

Όπως γνωρίζουμε, την δεκαετία του 1970 ξέσπασε στις Η.Π.Α. μια σοβαρή οικονομική ύφεση.  Αρκετοί οικονομικοί και πολιτικοί αναλυτές την αποδίδουν αφενός στη μείωση της ικανότητας των Η.Π.Α. μετά την ήτα του Βιετνάμ να ελέγχει την παγκόσμια οικονομία με την στρατιωτική ισχύ.  Και αφετέρου στη μεταφορά των μονάδων παραγωγής στις φτωχές χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, όπου (σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις Η.Π.Α.) η ελαστική εργατική νομοθεσία, οι ανύπαρκτοι νόμοι προστασίας του περιβάλλοντος και η χαμηλή φορολογία δημιουργούσαν συνθήκες ιδιαίτερα ευνοϊκές για να πετύχουν οι εταιρείες μεγάλα κέρδη.  Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Αμερικής σημειώθηκε και μια πτώση της παραγωγικότητας, κάτι που πολλοί απέδωσαν στο γεγονός ότι η βαριά βιομηχανία είχε να εκσυγχρονισθεί από την εποχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η μεταφορά μεγάλου μέρους της παραγωγής εκτός Αμερικής και η πτώση της παραγωγικότητας εντός της χώρας είχαν σαν τελικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, να χαθούν την περίοδο αυτή περί τα 38 εκατομμύρια θέσεις εργασίας!  Αρκετοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι σε μεγάλο βαθμό η ύφεση του ’70 ήταν μια διορθωτική κίνηση του καπιταλισμού, η αντίδραση του οικονομικού κατεστημένου στις λαϊκές κατακτήσεις της δεκαετίας του ’60.  Για να υποστηριχτεί αυτή η θέση σίγουρα απαιτούνται περισσότερα στοιχεία, εκτός των όσων αναφέρονται παραπάνω, κάτι που ξεφεύγει του σκοπού αυτής της εισήγησης.  Από την άλλη, θα μπορούσαμε να την αναφέρουμε σαν υπόθεση εργασίας προκειμένου να εξηγηθεί η κατάσταση που διαμορφώνεται στην δημόσια εκπαίδευση την ίδια περίοδο. 

 

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 μια ομάδα συντηρητικών εκπαιδευτικών επισήμανε ότι τα δημόσια σχολεία της Αμερικής παρείχαν εκφυλισμένη γνώση και οι μαθητές ούτε δοκιμάζονταν αρκετά ούτε αξιολογούνταν με αντικειμενικά κριτήρια.  Κάλεσαν λοιπόν την κυβέρνηση να προβεί στην αναβάθμιση των σχολείων και την επιστροφή τους στις παραδοσιακές εκπαιδευτικές αξίες της αριστείας.  Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της ρητορικής και των θέσεων των νεοσυντηρητικών την περίοδο αυτή αποτελεί η κριτική της Diane Ravitch κατά του παιδοκεντρισμού και των άλλων παιδαγωγικών μεθόδων του φιλελεύθερου προοδευτισμού που εφαρμόστηκαν ευρέως την δεκαετία του ’60.[1]  Πολλά από τα προβλήματα στα οποία αναφέρθηκε η Ravitch είναι τα ίδια ακριβώς προβλήματα στα οποία αργότερα αναφέρθηκε και η έκθεση Ένα Έθνος σε Κίνδυνο.  Η συντηρητική κυβέρνηση Reagan έδωσε τελικά στους οπαδούς του νεοσυντηρητισμού την ευκαιρία  που περίμεναν προκειμένου να υλοποιήσουν το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα.  Σε αυτό τους βοήθησε και σειρά από ευτυχείς γι’ αυτούς συγκυρίες.

 

Οι μετέπειτα εξελίξεις έδειξαν ότι ελάχιστη συνάφεια υπήρχε μεταξύ της οικονομικής ύφεσης του ’70 και της εκπαιδευτικής «κρίσης» για την οποία, κατά τους συντάκτες της έκθεσης Ένα Έθνος σε Κίνδυνο, υπεύθυνες ήσαν οι δημοκρατικοποιήσεις της δεκαετίας του ’60.  Αυτό είναι προφανές σήμερα εφόσον η ανάκαμψη της οικονομίας την δεκαετία του 1990 πραγματοποιήθηκε ενώ οι στόχοι των εκπαιδευτικών μεταρρυθμιστικών κινημάτων της αριστείας την δεκαετία του 1980 ακόμα και σήμερα παραμένουν απραγματοποίητοι.  Πολλοί είναι και οι αναλυτές που έχουν αμφισβητήσει την εγκυρότητα των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στην έκθεση Ένα Έθνος σε Κίνδυνο προκειμένου να αποκαλυφθεί η «κρίση».  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική των David Berliner και Bruce J. Biddle στο Η Κατασκευασμένη Κρίση: Μύθοι, Απάτη και Επίθεση στα Αμερικανικά Δημόσια Σχολεία.[2]  Χρησιμοποιώντας τα ποσοτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν και στην έκθεση Ένα Έθνος σε Κίνδυνο οι συγγραφείς καταλήγουν σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με την κατάσταση της Αμερικανικής εκπαίδευσης.  Καταγγέλλουν δε τις κυβερνήσεις Reagan και Bush ότι κατασκεύασαν τον μύθο της εκπαιδευτικής κρίσης ορμώμενες από τα ιδιοτελή, κομματικά, τους συμφέροντα.

 

Επίλογος

 

Τα περισσότερα από τα κύρια θέματα των πρόσφατων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, ως αφετηρία των οποίων ορίζεται η αρχή της δεκαετίας του ’80, τα συναντάει κανείς μελετώντας και προηγούμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στις Η.Π.Α..  Θέματα όπως αυτά του ελέγχου και επαγγελματισμού των εκπαιδευτικών, της προσαρμογής του αναλυτικού προγράμματος στις ανάγκες κοινωνικών, οικονομικών και εθνικών στόχων και της μέτρησης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος κατείχαν κεντρικό ρόλο στα μεταρρυθμιστικά κινήματα των εποχών του κοινού σχολείου στις αρχές του 19ου αιώνα, του προοδευτισμού και της δημιουργίας του ενιαίου σχολείου στις αρχές του 20ου αιώνα και του ψυχρού πολέμου μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.  Ως κοινά στοιχεία όλων αυτών των περιόδων θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τα εξής:

 

*       Προκειμένου να ανταποκριθούν στη νέα τάξη των πραγμάτων που οι δραματικές κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις της κάθε εποχής δημιουργούσαν γι’ αυτούς, οι εκπρόσωποι των πολιτικών, οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων αρχικά επεσήμαιναν μια κρίση που έθετε θέμα ολικής επανεξέτασης του εκπαιδευτικού συστήματος.

*       Στη συνέχεια, και μέσα σε κλίμα κρίσης, δημιουργούνταν ένα κίνημα για την συναίνεση όλων στην επιδίωξη ορισμένων κοινών σχολικών στόχων.

*       Τέλος, γινόταν μια προσπάθεια για να αναδομηθεί η διοίκηση, οργάνωση και το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων.

 

Από την άλλη, το Ένα Έθνος σε Κίνδυνο σηματοδοτεί μια νέα στροφή της δημόσιας εκπαίδευσης στις Η.Π.Α. προς την εκτεταμένη χρήση των ποσοτικών μετρήσεων για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού αποτελέσματος.  Η μεγάλη επιρροή που είχε το κίνημα των κριτηρίων της αριστείας στην διαμόρφωση της εκπαιδευτική πολιτικής έχει οδηγήσει στο σημείο η παιδεία να αξιολογείται σήμερα σύμφωνα με τα αριθμητικά αποτελέσματα γενικών εξετάσεων και με αριθμούς που ο τύπος και η κοινή γνώμη τα ερμηνεύουν όπως τα αποτελέσματα των αθλητικών εκδηλώσεων.  Το που κατατάσσεται ένα σχολείο σύμφωνα με τους αριθμούς αυτούς αποτελεί και το σημαντικότερο κριτήριο για την οικονομική του ενίσχυση.  Η πρόσφατη νομοθεσία (No Child Left Behind) για την χρηματοδότηση των δημοσίων σχολείων από τα ομοσπονδιακά προγράμματα – εκ των οποίων τα περισσότερα ξεκίνησαν την δεκαετία του ’60 – προβλέπει την ενίσχυση όσων σχολείων έχουν να επιδείξουν καλά αποτελέσματα.  Δηλαδή, δεν θα ενισχύονται περισσότερο – όπως θα ήταν άλλωστε λογικό – τα σχολεία όπου οι μαθητές έχουν χαμηλές επιδόσεις στις εξετάσεις αλλά τα σχολεία στα οποία οι μαθητές αριστεύουν, κατά κύριο λόγο σε αντικείμενα όπως τα μαθηματικά, η θετικές επιστήμες και η τεχνολογία. 

 

Παράλληλα, έχει δημιουργηθεί και το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης με επικρατέστερο σχήμα αυτό της επιχορήγησης των διδάκτρων (school vouchers).  Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, που ήδη εφαρμόζεται πιλοτικά σε αρκετές πολιτείες, η κυβέρνηση θα τροφοδοτεί τους γονείς με κουπόνια που οι τελευταίοι θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να πληρώσουν τα δίδακτρα των παιδιών τους σε σχολείο της επιλογής τους. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι πολλοί γονείς που πρώτα δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα,  τώρα μπορούν να στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Το επιχείρημα όσων υποστηρίζουν αυτή τη μορφή χρηματοδότησης της παιδείας είναι ότι έτσι αφενός προστατεύεται καλύτερα η ελευθερία των γονέων να κατευθύνουν την παιδεία των παιδιών τους σύμφωνα με τις ηθικές και πολιτιστικές αξίες της οικογένειας. Και αφετέρου δημιουργείται ένα κλίμα ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στα σχολεία, κάτι που στο τέλος θα φέρει μια επιθυμητή μεταρρύθμιση.  Άλλοι όμως υποστηρίζουν ότι η παραπάνω πολιτική της «αόρατης χείρας» ευνοεί τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα αφού τις περισσότερες φορές οι φτωχοί καταλήγουν στα σχολεία της περιφέρειας τους τα οποία έτσι κι αλλιώς αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λειτουργίας.  Στο βιβλίο με τίτλο Τα Παιδιά ως Πιόνια: Η Πολιτική των Εκπαιδευτικών Μεταρρυθμίσεων ο Timothy A. Hasci παρουσιάζει, με συγκεκριμένα στοιχεία, την τραγικότητα αυτής της κατάστασης και το συμπέρασμα του είναι ότι σε όλες τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις η μόρφωση των παιδιών αποτελεί προτεραιότητα ελάσσονος σημασίας.[3]

 

Ανάλογη κατάσταση έχει διαμορφωθεί και για τους εκπαιδευτικούς με το κίνημα της λογοδότησης, δηλαδή την χρήση των κριτηρίων της μαθητικής αριστείας και για την δική τους αξιολόγηση.  Ενδεικτικά θα αναφέρουμε εδώ ότι σε ορισμένες πολιτείες ξεκίνησε πρόσφατα ένα πιλοτικό πρόγραμμα σύμφωνα με το οποίο οι εκπαιδευτικοί θα λαβαίνουν ένα χρηματικό “bonus” όταν οι μαθητές τους έχουν υψηλές επιδόσεις στις γενικές εξετάσεις της πολιτείας.  Αν και η συμμετοχή στα προγράμματα αυτά σήμερα είναι προαιρετική, απώτερος στόχος του κινήματος της λογοδότησης είναι η χρήση τους να επεκταθεί και να καθιερωθεί ως πάγια μέθοδος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.  Σε όλα αυτά οι εκπαιδευτικοί αδυνατούν να προωθήσουν έναν αντισταθμιστικό λόγο, έναν λόγο που να εστιάζει στην διδασκαλία και την ουσιαστική μάθηση.  Παρόλο που η έρευνα δείχνει ότι στη σημερινή αγορά εργασίας οι πραγματικές απαιτήσεις για γνώσεις στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες είναι κατά πολύ χαμηλότερες από εκείνες που θέτει το κίνημα των κριτηρίων της αριστείας, το να προτείνει κάποιος εμπλουτισμένα προγράμματα σπουδών προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την απόκτηση ουσιαστικής κοινωνικής εμπειρίας μέσα στο σχολείο ακούγεται σχεδόν αιρετικό.  Κατά παράδοξο δε τρόπο, τα προγράμματα αυτά τα συναντά κανείς σε μερικά από τα πιο ελίτ σχολεία της Αμερικής οι απόφοιτοι των οποίων τις περισσότερες φορές θα αναλάβουν θέσεις κλειδιά στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας.[4]

 

 


 

[1] Η Ravitch επιμελήθηκε μιας συλλογής των σημαντικότερων από τα άρθρα των νεοσυντηρητικών στο D. Ravitch, The Schools We deserve: Reflections on the educational Crisis of Our Times, Basic Books, 1985.

[2] D. C. Berliner and B. J. Biddle, The Manufactured Crisis: Myths, Fraud, and Attack on American Public Schools, Longman, 1997.

[3] T. A. Hasci, Children as Pawns: The Politics of Educational Reform, Harvard University Press, 2002.

[4] Βλέπε για παράδειγμα σχετικές πληροφορίες για τα ιδιωτικά σχολεία Phillips Academy Andover και St. Albans, από τα οποία αποφοίτησαν οι G. W. Bush και Al Gore αντίστοιχα, στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις www.boardingschoolreview.com/redirect/school_id/5 και www.boardingschoolreview.com/redirect/school_id/289