«Οι Πολιτικές Δυνάμεις και η στάση τους απέναντι στην

ΕΟΚ 1957-1981.  Οι επιπτώσεις στην Εκπαιδευτική Πολιτική »

 

 

Ανθή  Κ.  ΠΡΟΒΑΤΑ
Δρ. Ιστορίας

 

 

 

Οι θέσεις των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων σχετικά με την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι από τα λιγότερο εξεταζόμενα θέματα. Από το 1956 και μέχρι την πλήρη ένταξη  το 1981, το θέμα της σύνδεσης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τροφοδότησε ποικίλες συζητήσεις τόσο σε επίπεδο Κοινοβουλευτικό, όσο και σε επίπεδο δημοσιεύσεων στον ημερήσιο τύπο, μεταξύ των συμφωνούντων και διαφωνούντων με τη σύνδεση.

Τα πολιτικά κόμματα  θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι δυνάμεις εκείνες, οι οποίες υποστήριξαν και προώθησαν το θέμα της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι δυνάμεις, οι οποίες αντιτάχθηκαν στην Ένωση. Οι αντιλήψεις των πολιτικών δυνάμεων πάνω στο θέμα και η στάση που κράτησαν επηρέασε την εκπαιδευτική τους πολιτική και διαμόρφωσε τον πολιτικό τους λόγο στις επιχειρούμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της ίδιας περιόδου και κυρίως της περιόδου της μεταπολίτευσης.

Για τους λόγους αυτούς, θα επιχειρηθεί  παρουσίαση και συνοπτική έστω ανάλυση των θέσεων αυτών, προκειμένου να ερμηνευθούν κάποια επιμέρους στοιχεία της πολιτικής των κομμάτων και κατ’ επέκταση της εκπαιδευτικής τους πολιτικής και των αντιλήψεων που προβάλλουν είτε ως Κυβερνήσεις είτε ως δυνάμεις της αντιπολίτευσης.   

 

Η σχέση κράτους και διεθνούς συστήματος είναι από τα θέματα που απασχολούν κυρίως τους  μελετητές των διεθνών σχέσεων. Η μελέτη για το ρόλο και τις εξουσίες του εθνικού κράτους  στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, απετέλεσε αντικείμενο ειδικότερων μελετών από τη σύσταση ακόμα της Κοινότητας τη δεκαετία του ΄50. 1

Ένα από τα θέματα που εξετάστηκαν ήταν η εκχώρηση από μέρους του κράτους εξουσιών και αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά όργανα και θεσμούς. Το πρόβλημα oδήγησε τους μελετητές σε δύο βασικές αντιθετικές μεταξύ τους «υποθέσεις εργασίας»:

 

1η Υπόθεση:  Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση ενίσχυσε το ρόλο του εθνικού κράτους

2η Υπόθεση:  Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση εξασθενεί το εθνικό κράτος.

 

 

Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, δηλαδή την ενίσχυση του κράτους μέσα από την διαδικασία Ευρωπαϊκής ενοποίησης, υποστηρίζεται ότι:  η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μετά τον  β΄ παγκόσμιο πόλεμο διέσωσε το κράτος και το βοήθησε να δημιουργήσει νέα δεδομένα ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πολιτών του. Η προθυμία του εθνικού κράτους να παραχωρήσει ορισμένες εξουσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλεται στην αναγνώριση της αδυναμίας του να επιτύχει από μόνο του τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, οι οποίες θα οδηγούσαν τους πολίτες του σε μία ευρεία λαϊκή συναίνεση. Τα γεγονότα του β΄ παγκοσμίου πολέμου αλλά και αυτά του ψυχρού πολέμου αποδυνάμωσαν το εθνικό κράτος στην δυτική Ευρώπη και το ανάγκασαν στην επιλογή της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως μίας πράξης «εθνικής βούλησης». 2

 

Σύμφωνα με  την δεύτερη υπόθεση, δηλαδή την εξασθένιση του κράτους μέσα από τη διαδικασία Ευρωπαϊκής ενοποίησης, υποστηρίζεται ότι: η Ευρωπαϊκή ενοποίηση  αναγκάζει το κράτος να διαμοιράζεται εξουσίες και λειτουργίες με υπερεθνικούς θεσμούς και συνεπώς εξασθενίζει την αυτονομία του.3 Η συμμετοχή δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τη λειτουργία των εθνών κρατών ώστε αυτά να αναγκάζονται αποδεχόμενα κάποιες εκ των άνω αποφάσεις να αλλάζουν, να «εξευρωπαίζονται» προκειμένου να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα της ένταξης.

Οι υπερεθνικοί θεσμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση,  παρουσιάζουν και αυτοί τη δική τους αυτονομία και επομένως δε μπορούν να ελεγχθούν από τις Κυβερνήσεις που τους δημιούργησαν. Με τη λογική αυτή επηρεάζουν  την πολιτική συμπεριφορά τόσο των κυβερνήσεων όσο και γενικότερα των πολιτικών δυνάμεων, απευθύνονται άμεσα στους πολίτες τους οποίους και επηρεάζουν επίσης προς τον εξευρωπαϊσμό με αποτέλεσμα να προωθούν και να ενθαρρύνουν μεταρρυθμίσεις τις οποίες οι κυβερνήσεις δε μπορούν να αποτρέψουν.4

Προκειμένου για την ελληνική περίπτωση, οι πολιτικές δυνάμεις μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, διαχωρίζονται σε υποστηρικτές και  διαφωνούντες. Οι θεωρητικές τοποθετήσεις και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους στηρίζονται στις προαναφερόμενες υποθέσεις. Μέχρι το 1967 ως υποστηρικτές εμφανίζονται τα κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου, αν και δε λείπουν οι εσωκομματικές διαφοροποιήσεις  και αντιθέσεις. Πολέμιοι της ένταξης αλλά με επιφυλάξεις και υποχωρήσεις προς την λογική της ριζοσπαστικής πλευράς του κέντρου, εμφανίζονται οι Αριστεροί που ανήκουν στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Μεγαλύτερη διαφοροποίηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων αλλά και μεταξύ των εντός του ιδίου κόμματος ιδεολογικών ρευμάτων,  πάνω στο συγκεκριμένο θέμα παρουσιάζεται στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Ο Π. Ιωακειμίδης υποστηρίζει ότι από την έναρξη της διαδικασίας για την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα στα μέσα της δεκαετίας του 70 (υποβολή αίτησης ένταξης) άρχισε να μορφοποιείται στο εσωτερικό των πολιτικών κομμάτων το (διπολικό) ιδεολογικό σχήμα ανάμεσα στους «ευρωπαϊστές» και τους «αντι-ευρωπαϊστές».

Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία παρουσίαζαν και  παρουσιάζουν τέτοιες τάσεις στο εσωτερικό  τους, ώστε η ιδεολογική φυσιογνωμία των κόμματων να διαμορφώνεται από τη δυναμική των τάσεων εξευρωπαϊσμού /εκσυγχρονισμού  και εθνοκεντρισμού.5

 

 Χαρακτηριστικό πάντως είναι το γεγονός ότι οι υποστηρικτές της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στην Ελλάδα, τόσο κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν επεδίωξαν τη σύνδεση όσο και κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν επεδίωξαν και πέτυχαν την πλήρη ένταξη, χρησιμοποίησαν αντίστοιχα επιχειρήματα σχετικά με την ενίσχυση του ελληνικού κράτους και τις θετικές συνέπειες που θα είχε η ένταξη στην εθνική-κρατική λειτουργία. Η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της ένταξης βασίζεται κυρίως στα εξής:

1.      Η ενοποίηση απομακρύνει τον κίνδυνο απομονωτισμού.

2.      Η ενοποίηση ενισχύει την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας

3.      Η ενοποίηση ενισχύει την οικονομία

4.      Η ενοποίηση θα βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής και της κρατικής λειτουργίας

5.      Η ενοποίηση θα οδηγήσει στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών και στην εμπέδωση της δημοκρατίας.    

Συγκεκριμένα η πολιτική παράταξη της Δεξιάς- ΕΡΕ μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο θα θεμελιώσει την προσπάθειά της για ένταξη στο σκεπτικό του «Ανήκομεν εις την Δύσιν» και στο σκεπτικό ότι  η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα απομακρύνει τον κίνδυνο απομονωτισμού της Ελλάδος.

Συγκεκριμένα  η εφημερίδα «Καθημερινή»  το 1959 τονίζει:  "Απομόνωση που είναι επικίνδυνη: διότι είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας...Ιδιαιτέρως δια την Ελλάδα, λόγω της ακριτικής γεωγραφικής μας θέσεως, η ενίσχυσης της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποιήσεως, υφ΄ οιονδήποτε σχήμα και αν αυτή συνεφωνείτο"6

 Επίσης η "Ακρόπολις" το ίδιο έτος, αναφέρει: "Η Ελλάς δεν ηδύνατο να παραβλέψη το γεγονός ότι πολλά Ευρωπαϊκά Κράτη ήνωσαν τας προσπάθειάς των δια την ίδρυσιν μιας ισχυράς ευρωπαϊκής οικονομικής ενότητος..."7

Το θέμα της ασφάλειας και της άμυνας της χώρας τονίζεται επίσης από την κυβέρνηση της Δεξιάς. Συγκεκριμένα ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος επισημαίνει το 1961: «Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι …η σύνδεσις της Ελλάδος με τας δημοκρατικάς χώρας της Δύσεως αποτελεί τον μόνον ασφαλή τρόπον διά την εθνικήν της επιβίωσιν».8

Tρίτο βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε από τους υποστηρικτές της ενίσχυσης του κράτους μέσα από την ενοποίηση ήταν η ενίσχυση της οικονομίας. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέφερε σχετικά: «Η σύνδεσις αποβλέπουσα τελικώς εις την οικονομικήν ένωσιν, ολοκληρώνει τους υφιστάμενους πολιτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς μετά των ευρωπαϊκών εκείνων χωρών, αι οποίαι πιστεύουν εις το ίδιον με μας ιδανικόν, της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας…κατοχυρούται η οικονομική ασφάλεια της χώρας και εξασφαλίζεται το οικονομικόν μέλλον του ελληνικού λαού».9

Η Ένωση Κέντρου από την ίδρυσή της και μετά υποστηρίζει την πολιτική της ΕΡΕ στο θέμα της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά κάνει ταυτόχρονα  κριτική στους χειρισμούς του κυβερνώντος κόμματος  και εστιάζει την προσοχή της σε ένα άλλο σημείο ενίσχυσης της κρατικής λειτουργίας: στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας αλλά και της δημόσιας ζωής, ο οποίος θα προέλθει από την ένταξη.

Όπως αναφέρεται στην εφημερίδα «Βήμα» το 1962: «Η αποδέσμευσις των λαϊκών δυνάμεων θα επιτευχθεί μόνον όταν η Κυβέρνησις αποφασίση ν΄αντικαταστήση εις το εσωτερικόν της χώρας ένα πλήρη και υγιή ανταγωνισμόν ο οποίος …να επιτύχη τον ταχύ εκσυγχρονισμόν του παραγωγικού μας μηχανισμού. Θα χρειασθεί συγκεκριμένως να καταργηθούν οι άσκοποι παρεμβατισμοί, να τεθή τέρμα εις την προστασίαν των ιδιαιτέρων συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών μικροομάδων, να καταργηθούν τα κλειστά επαγγέλματα, να καταργηθή η γραφειοκρατική τροχοπέδη των αδειών εις την επιχειρηματικήν δράσιν και να αποκατασταθή ο μηχανισμός των τιμών».10

Από τον ίδιο χώρο, εκφράζονται και φόβοι από τον ίδιο χώρο για την υπανάπτυκτη ελληνική οικονομία και το πείραμα να συνδεθεί αυτή πρώτη με τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης. Συγκεκριμένα ο Γ. Μαύρος αναφέρει: «Η σύνδεσις της Ελλάδος με την Κοινήν Αγοράν είναι το πρώτον πείραμα ενώσεως μικράς μη ανεπτυγμένης οικονομίας με μεγαλυτέρας ανεπτυγμένας τοιαύτας…Από την έκβασιν του πειράματος αυτού θα κριθή εάν το σύστημα της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, όπως λειτουργεί εις τας Κοινοβουλευτικάς Δημοκρατίας, είναι ικανόν να εξασφαλίση την ταχείαν ανάπτυξιν των υποανάπτυκτων περιοχών της Ευρώπης».11

Επίσης εκφράζονται φόβοι για τον αφανισμό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Συγκεκριμένα ο Ευάγγελος Παπανούτσος αναρωτιέται το 1962: «Η Ρωμιοσύνη θα επιβιώσει άραγε μέσα στο κράμα που θα σχηματισθή, θα περισωθή ως πνευματική και ηθική, ως ιστορική παρουσία, ή θα σβήση και θα αφανισθή, για να μείνη στους επιγόνους μόνο σαν τρυφερή ή και ενοχλητική ακόμη ανάμνηση; …πως είναι δυνατόν να περισωθούν στο μέλλον τα δικά μας εθνικά κεφάλαια, συγκεκριμένα και απλά: η νεοελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία μας;»12

Επίσης, ο Γ. Πεσμαζόγλου, Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ελλάδος της Ευρωπαϊκής Κινήσεως και πρώην Υπουργός, σε άρθρο του στη Νέα Οικονομία το 1963 τόνιζε: «Η σύνδεσις μας με την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα και η προβλεπόμενη υπό του συμφώνου των Αθηνών πλήρης ένταξις της χώρας εις την συνθήκην της Ρώμης αποτελεί γεγονός υψίστης πολιτικής και οικονομικής σημασίας, τόσον δια τα υπογράψαντα την Συνθήκην της Ρώμης Ευρωπαϊκά κράτη, όσον και δια την Ελλάδα. Η Ελλάς είναι η πρώτη χώρα με την οποία διευρύνεται ο αρχικός πυρήν της Κ.Α. και τα πλεονεκτήματα τα οποία μας αναγνωρίσθησαν δια να καταστή δυνατή η πλήρης ένταξίς μας εις την Συνθήκην της Ρώμης, δίδουν την εντύπωσιν ότι αι εξ χώραι δεν αποβλέπουν εις την δημιουργίαν ενός στενού κεφαλαιοκρατικού κλοιού- ως ισχυρίζονται οι αντιτιθέμενοι εις την Ευρωπαϊκήν προσπάθειαν- αλλά εις την ευρυτέραν οικονομικήν συνεργασίαν των Ευρωπαϊκών χωρών επί της οποίας θα θεμελιωθή ασφαλέστερα η πολιτική των ενότης».

Στο ίδιο άρθρο, ο Γ. Πεσμαζόγλου,  θα τονίσει την ανάγκη εκσυγχρονισμού του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα  της παραγωγής στην Ελλάδα ώστε να καταστούν ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα και να επωφεληθεί η οικονομία από τη σύνδεση.13

O A.Παπανδρέου ως μέλος τότε της Ενώσεως Κέντρου (Ε.Κ.) τονίζει τον εκσυγχρονισμό ο οποίος θα προέλθει από τη σύνδεση με την ΕΟΚ και θεωρεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνδεση θα είναι η οικονομική και κοινωνική δημοκρατία.

Στην εφημερίδα «Καθημερινή» θα τονίσει το 1964: «Η επιβίωσις της Ελλάδος εις τα πλαίσια της Κοινής Αγοράς απαιτεί και ταχύν ρυθμόν οικονομικής αναπτύξεως και ορθολογικήν επιλογήν ειδικώς αμέσων στόχων. Απαιτεί επομένως πρόγραμμα και απαιτεί σύγχρονον κράτος. Αλλά η αναγέννησις του κράτους απαιτεί εθνικήν προσπάθειαν εις μεγάλην κλίμακα. Οικονομική ανάπτυξις εις τον 20ον αιώνα σημαίνει κινητοποίησιν όλων των δυνάμεων του έθνους και ιδίως της νεότητος». 14

Επίσης στην επιτροπή συνδέσεως Ελλάδος - ΕΟΚ τον Σεπτέμβρη του 1964, ο Α. Παπανδρέου τόνισε την ανάγκη εφαρμογής ενός υπερεθνικού προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, με σκοπό την ισόρροπη ανάπτυξη των υπανάπτυκτων περιοχών της Ευρώπης. Συγκεκριμένα τονίζει: «Μολονότι η οικονομική ανάπτυξις της Ελλάδος  είναι πρωτίστως έργον της Ελληνικής Κυβερνήσεως και υπόθεσις του ελληνικού λαού, είναι σαφές ότι οι στόχοι της συνδέσεως  δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθούν πλήρως, εάν αι ελληνικαί προσπάθειαι δεν τύχουν της ενεργού και συστηματικής υποστηρίξεως εκ μέρους της Κοινότητος».15

Όμως τα πράγματα αλλάζουν από το 1965.

Ακολουθεί το βασιλικό πραξικόπημα και η παραίτηση του Γ. Παπανδρέου. Αυτό κατά τον Μ. Συριανό ήταν η αιτία ιδεολογικών διασπάσεων στο εσωτερικό της Ε. Κ. Από το 1967 αρχίζει σε μία ομάδα του κέντρου να εμφανίζεται μία ριζοσπαστικοποίηση ιδεών. Τις δυνάμεις αυτές εκπροσωπεί ο Α. Παπανδρέου.16

Η ριζοσπαστικοποίηση θα φανεί και στις αντιλήψεις για τη σύνδεση με την ΕΟΚ. Ο Α. Παπανδρέου αρχίζει να έχει επιφυλάξεις σχετικά με την σύνδεση. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής διατυπώνει ένα οικονομικό πρόγραμμα με κύρια σημεία του την εθνικοποίηση των βασικών κλάδων της οικονομίας, τη γρήγορη βελτίωση της κατανομής του εισοδήματος  και την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, ενώ τον ανησυχούν ο μονόπλευρος

προσανατολισμός του ελληνικού εμπορίου προς την Κοινή Αγορά, η έλλειψη ισορροπίας, που προέρχονταν από τον περιορισμένο ρυθμό αύξησης τόσο των γεωργικών όσο και των βιομηχανικών εξαγωγών .17

Δηλαδή από το 1967 άρχισαν να παρουσιάζονται οι δυνάμεις εκείνες οι οποίες  ριζοσπαστικοποιηθούν ακόμα περισσότερο επί δικτατορίας κυρίως στο εξωτερικό. Οι δυνάμεις αυτές θα εμφανισθούν κατά την μεταπολίτευση από το 1974 και μετά για να εκφράσουν όχι απλά επιφυλάξεις για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά αντιθέσεις και αντιρρήσεις .

Όμως πριν περάσουμε στα χρόνια της μεταπολίτευσης ας αναφερθούμε συνοπτικά στην θέση της Κοινοβουλευτικής Αριστεράς έως το 1967.

Οι δυνάμεις οι οποίες αντiδρούσαν στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση, τη συγκεκριμένη περίοδο πριν τη δικτατορία εστιάζονται κυρίως στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), η οποία όμως παρουσίασε μία διαφοροποίηση από το 1963 και μετά. και πλησίαζε κάπως τις θέσεις του Α. Παπανδρέου όπως τις παρουσιάσαμε παραπάνω.

Το δίλημμα της ΕΔΑ τις δεκαετίες του 50 και 60, ναι ή όχι στην ΕΟΚ,  ήταν σύμφωνα με τον Π. Ιωακειμίδη ημιτελές και ανεπαρκές και κατά συνέπεια λανθασμένο, γιατί εγκλώβισε όλες τις πέραν της ΕΡΕ δυνάμεις και ιδιαίτερα την Αριστερά σε άγονες συζητήσεις και κατ’ επίφασιν εναλλακτικές λύσεις.18

Σύμφωνα με τον Μ. Συριανό, η πολιτική της ΕΔΑ για την ΕΟΚ μπορεί να χωριστεί σε δύο φάσεις: στην πρώτη που κλείνει με την πτώση της ΕΡΕ το Νοέμβριο του 1963 και στη δεύτερη μέχρι τη δικτατορία. Στην πρώτη φάση η ΕΔΑ διαμορφώνει τη θέση της απέναντι στην ΕΟΚ και δίνει τον αγώνα ενάντια στη σύνδεση, ενώ  στη δεύτερη φάση ο αγώνας της ΕΔΑ συνεχίζεται αλλά με διαφοροποιημένους στόχους (προβάλλεται η λύση της «αναθεώρησης» της συμφωνίας σύνδεσης).19

Τα άρθρα τα οποία δημοσιεύτηκαν στην «Αυγή» τον Ιούλιο του 1959, δηλαδή ένα μήνα μετά την ελληνική αίτηση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ  είναι αποκαλυπτικά σχετικά με τον προβληματισμό, ο οποίος επικρατούσε τότε μεταξύ των αριστερών της ΕΔΑ. Τονίζεται ιδιαίτερα ο ρόλος του αμερικανικού κεφαλαίου στη δημιουργία της ΕΟΚ και φυσικά η συνεργασία του με το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην εφημερίδα «Αυγή» το 1959 «Το μεγάλο βιομηχανικό και χρηματιστικό  κεφάλαιο της Ευρώπης, συγκεντρωμένο σε δέκα-είκοσι ομάδες, συσφίγγει τους δεσμούς του και οργανώνεται για να βασιλεύσει επί της Ευρώπης σε συνεργασία και με τους Αμερικανούς μεγαλο-κεφαλαιούχους».20

Γενικότερα η άποψη του Μ. Συριανού,  πάνω στη στάση που κράτησε η ΕΔΑ στο θέμα της ένταξης συνοψίζεται στα εξής: «Η ΕΔΑ πολέμησε τη σύνδεση γιατί πίστευε ότι η υπανάπτυκτη ελληνική οικονομία δε θα άντεχε στον ανταγωνισμό των δυτικοευρωπαϊκών μονοπωλίων, αλλά και γιατί θεωρούσε ότι η σύνδεση θα δημιουργούσε πρόσθετες δυσκολίες στον αγώνα ενάντια στην εξάρτηση και την υποτέλεια».21

Αντίθετα ο Σ. Καρπαθιώτης θεωρεί  απλοϊκή και παραπλανητική την άποψη ότι η ένταξη  ή μη στην ΕΟΚ θα επιδείνωνε ή θα έλυνε και το θέμα της εξάρτησης αντίστοιχα, και τονίζει πως το θέμα αυτό είναι πιο σύνθετο απ όσο παρουσιάστηκε από την ΕΔΑ μέχρι το 1967 και  πιο σύνθετο απ όσο παρουσιάστηκε και από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ μετά τη μεταπολίτευση.22

 

Όμως ας εξετάσουμε και τις απόψεις των πολιτικών δυνάμεων για το θέμα της ένταξης κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Χαρακτηριστικό είναι πως νέα επιχειρήματα προβάλλονται μετά τη δικτατορία, τόσο από την πλευρά των υποστηρικτών της ένταξης, όσο και από την πλευρά των πολέμιων. Tα χρόνια της μεταπολίτευσης, από το 1974-1981, όπως υποστηρίζει ο Χ. Ροζάκης, η ανακατανομή πολιτικών δυνάμεων , η οποία συνέβη  και τα νέα πολιτικά σχήματα που προήλθαν από αυτά, προώθησαν μία προστατευτική πολιτική που εκφράζονταν με την ενδυνάμωση της τακτικής για ολοκλήρωση της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας και ταυτόχρονα εκφρά-

ζονταν στη διασπορά των προσανατολισμών από το μονόπλευρο χαρακτήρα του παρελθόντος στις σχέσεις Ελλάδος – ΗΠΑ, σ΄ένα πολυπλοκότερο σύστημα και στη μετατόπιση του κέντρου βάρους των σχέσεων στον άξονα Ελλάδα-Δυτική Ευρώπη.23

Το θέμα της ένταξης στην Ευρώπη θα ενεργοποιήσει και πάλι η Ν.Δ.. Το 1974 υποβάλλει την αίτηση για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Μέχρι τότε η Συμφωνίας Συνδέσεως,  είχε παγώσει με πρωτοβουλία της ΕΟΚ λόγω της δικτατορίας από το 1969.

Όμως το σημαντικότερο ήταν η αποχώρηση της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ  (παρ΄ότι η απόφαση αυτή, κατά τους μελετητές δεν υλοποιήθηκε ποτέ) αλλά και η "πολυδιάστατη" εξωτερική πολιτική. Παρ΄ότι βασικό δόγμα της Ν.Δ. και του ίδιου του Πρωθυπουργού ήταν το "ανήκομεν εις την  Δύσιν", όμως ανέπτυξε σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, την Σοβιετική Ένωση, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.24

Οι επιλογές αυτές της μεταπολιτευτικής Δεξιάς ήταν, κατά την άποψη του Σ. Καρπαθιώτη, διαφορετικές από εκείνες της μεταπολεμικής Δεξιάς. Όπως υποστηρίζει χαρακτηριστικά: "Η ταυτόχρονη επιλογή του Καραμανλή για ένταξη στην ΕΟΚ και αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ αποτελεί μία από τις σοβαρές ενδείξεις διαφοροποίησης στις προτιμήσεις της ελληνικής Δεξιάς μεταξύ κάποιας "ευρωπαϊκής" Δύσης και της μεταπολεμικής "αμερικανοκρατούμενης"Δύσης."25

Στο εσωτερικό της χώρας, η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών ήταν ένα από τα βασικά θέματα της μεταπολιτευτικής περιόδου και  επιδιώχθηκε από την κυβέρνηση της  Νέας Δημοκρατίας (Ν.Δ.)  με πολλούς τρόπους:   το Σύνταγμα του 1975,  το δημοψήφισμα για το πολιτειακό, η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η χαλάρωση της αστυνόμευσης των πολιτικών φρονημάτων, η μείωση του εβδομαδιαίου αριθμού ωρών εργασίας, η συμβολική ανταπόκριση στα γυναικεία αιτήματα είναι μερικοί από τους τρόπους.

 Η Ν.Δ. θα τονίσει ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγήσει στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών και στην εμπέδωση της δημοκρατίας. όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε άρθρο του ο Γ. Ράλλης: « Η Κοινότητα ως θεσμός δημοκρατικά οργανωμένων κρατών θα συνέβαλλε στην πολιτική σταθεροποίηση του ελληνικού κράτους». 26

Σύμφωνες πολιτικές δυνάμεις με την πολιτική της Ν.Δ.  στο θέμα της ΕΟΚ  ήταν το

κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης η ΕΔΗΚ, η ΕΔΑ και το ΚΚΕ εσωτ. Αλλά με επιμέρους διαφωνίες.

 

Όμως ας εξετάσουμε και τις επιφυλάξεις των δυνάμεων, οι οποίες ήταν αντίθετες στην ένταξη και πως οι επιφυλάξεις αυτές εκδηλώθηκαν και στην εκπαίδευση.

Εδώ χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η σύνδεση της ένταξης με την οικονομική εξάρτηση, η οποία έγινε κυρίως από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης αλλά με διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο. Η διεθνής οικονομική θεωρία της εξάρτησης η οποία ξεκίνησε από τη Λατινική Αμερική ως μία προσπάθεια των οικονομολόγων να ερμηνεύσουν τις αιτίες της φτώχιας στις χώρες αυτές και να δώσουν λύσεις απετέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου στην εισαγωγή του έργου του Σαμίρ Αμίν  Η    συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα αναφέρει χαρακτηριστικά: Η μητρόπολη αναλαμβάνει την ανάπτυξη της ελαφριάς βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών στην περιφέρεια. Έτσι η περιφέρεια εξαρτάται από την μητρόπολη για την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών. Η παρεμπόδιση της ανάπτυξης της περιφέρειας συνεχίζεται αλλά μετατοπίζεται σ΄ένα  υψηλότερο και περισσότερο εξεζητημένο επίπεδο. 27

Από την άλλη πλευρά η Μαρξιστική αντίληψη για τη φτώχια και την εξάρτηση των χωρών απετέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο της πολιτικής του ΚΚΕ. 28 Οι αντιρρήσεις τους συγκλίνουν όμως σε πολλά σημεία.

Όμως ας έλθουμε και στο χώρο της εκπαίδευσης.

Στο χώρο της εκπαίδευσης  προωθήθηκε σύμφωνα με το θεωρητικό πλαίσιο της εξάρτησης, ένα μοντέλο εκπαίδευσης μελετημένο από τις χώρες της μητρόπολης και προσαρμοσμένο στα αιτήματα των λαών των χωρών της περιφέρειας (κοινωνική άνοδο μέσω της εκπαίδευσης, καλύτερη ποιότητα ζωής κ.λ.π.) με σκοπό την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στο αντίστοιχο σύστημα-μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που θέλουν να επιβάλλουν για τα δικά τους συμφέροντα οι χώρες αυτές.29

 Το μοντέλο αυτό συνδέθηκε κυρίως με την καθιέρωση της Τεχνικής- Επαγγελματικής εκπαίδευσης για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος λόγος είναι η άμεση σύνδεση του είδους αυτού της εκπαίδευσης με την οικονομία  και την επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής ανά τον κόσμο.

 Στην περίπτωση της ΕΟΚ ένα από τα βασικά στοιχεία της εκπαιδευτικής πολιτικής της, από την Συνθήκη της Ρώμης και μετά, ήταν η ιδιαίτερη προσοχή την οποία έδειξε προς την ανάπτυξη τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης χωρίς βέβαια να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι διαμορφώθηκε κοινή εκπαιδευτική πολιτική στον τομέα αυτό.

Τα άρθρα της Συνθήκης της Ρώμης του 1957, είναι γενικού περιεχομένου. Όπως προαναφέραμε με βάση τα άρθρα 123 και 127 προβλέπεται η ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου με σκοπό τη βελτίωση των δυνατοτήτων απασχόλησης. Στο άρθρο 127 προβλέπεται εφαρμογή πολιτικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, ενώ το άρθρο 118 αναφέρεται στην ανάγκη στενής συνεργασίας ανάμεσα στις χώρες – μέλη στον τομέα της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Το άρθρο 128 καθορίζει τις γενικές αρχές μιας κοινής επαγγελματικής πολιτικής. 30

Όπως αναφέρει μελετητής εκτός από τις αναφορές στις ιδρυτικές συνθήκες, έχουμε και κοινοτικές πράξεις που σχετίζονται με την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, όπως η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΟΚ του 1963.  

Γενικότερα, όπως παρατηρεί ο ίδιος μελετητής: «η εκπαιδευτική προβληματική της ΕΟΚ περιορίζεται στις πτυχές εκείνες του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος  που σχετίζονται με το οικονομικό σύστημα και ιδιαίτερα με την επαγγελματική του δομή».31

Όσον αφορά την Ελλάδα, η ανάπτυξη τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και η σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία αποτελούν τους βασικούς στόχους για τις μεταρρυθμίσεις του 1959 της ΕΡΕ, του 1964 της Ε.Κ , αλλά και της μεταπολιτευτικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της Νέας Δημοκρατίας. Οι αντιδράσεις που δημιουργήθηκαν πάνω στο συγκεκριμένο θέμα διαφοροποιούνται και ως προς την προέλευση και ως προς την αιτία.

Συγκεκριμένα στη μεταρρύθμιση του 1959 η αντίδραση στην καθιέρωση τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης προήλθε από τις συντηρητικές δυνάμεις  εντός του κόμματος της ΕΡΕ αλλά και από την αριστερά. Οι λόγοι αντίδρασης είναι διαφορετικοί. Για τους συντηρητικούς η ανάπτυξη τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης θα επηρέαζε το περιεχόμενο μάθησης υπέρ των τεχνικών μαθημάτων και εις βάρος της ανθρωπιστικής παιδείας. Aπό την άλλη πλευρά, η αριστερά θα εστίασε την κριτική της κυρίως στην πρόθεση της κυβέρνησης να καθιερώσει βραχύχρονες τεχνικές σχολές για την προετοιμασία των μεταναστών.32

Στη μεταρρύθμιση του 1964-65 το θέμα της καθιέρωσης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης θα συναντήσει  αντιδράσεις από τις ίδιες συντηρητικές δυνάμεις ενώ η αριστερά θα περιορισθεί σε κάποιες επιμέρους παρατηρήσεις και θα συμφωνήσει γενικά με τις προτεινόμενες αλλαγές.33

Η μεταρρύθμιση όμως η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτήν  εδώ την έρευνα είναι αυτή η οποία επιχειρήθηκε το 1976-77 από τη Νέα Δημοκρατία. Το σημαντικό είναι πως η αντίδραση από μέρους της αντιπολίτευσης στα μέτρα που προτάθηκαν για καθιέρωση τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης θα εστιάσει την κριτική της στο θέμα της εξάρτησης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ξένα μονοπώλια. Δηλαδή  παρατηρούμε να γίνεται άμεση αναφορά  αλλά και αμφισβήτηση στο θέμα της σύνδεσης με την ΕΟΚ και την πολιτική που αυτή προωθεί προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.  Η κριτική της αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ δίνει, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Α.Καζαμίας, πολιτική και κοινωνική διάσταση στη μεταρρύθμιση.34

Το πλέον σημαντικό στοιχείο της κριτικής απετέλεσε η σύνδεση της Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης  με τα προγράμματα των Διεθνών Οργανισμών και της Διεθνούς Τράπεζας. Ο Δ. Γόντικας, βουλευτής του ΚΚΕ θα τονίσει κατά τη συζήτηση στη Βουλή  για τη ψήφιση του νομοσχεδίου: βασικός στόχος της μεταρρύθμισης είναι όχι η στροφή των μαθητών προς την ΤΕΕ αλλά το βίαιο σπρώξιμο της πλειοψηφίας της νεολαίας στα εργοστάσια. Πρόγραμμα συγκεκριμένο δεν υπάρχει. Το μόνο πρόγραμμα που έχουμε είναι της Διεθνούς Τράπεζας, όπου εκεί καθορίζονται πόσα σχολεία θα γίνουν με γνωστούς και απαράδεκτους όρους. 35

Στα ίδια περίπου πλαίσια είναι και η κριτική η οποία ασκήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Εκπρόσωπος του κόμματος τόνισε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι αντίθετο προς την καθιέρωση μιας Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης αλλά ότι τα μέτρα τα οποία πήρε η Κυβέρνηση χωρίς σοβαρή μελέτη των αναγκών της οικονομίας και η αοριστία των νομοσχεδίων, τα οποία θα καλύπτονταν σε πολλά σημεία από Προεδρικά Διατάγματα, δημιουργούσαν ερωτηματικά για τον μελλοντικό προγραμματισμό του περιεχομένου σπουδών αυτών των σχολείων. Δημιουργούνταν επίσης ο φόβος  ή μάλλον η βεβαιότητα ότι τα σχολεία αυτά και οι απόφοιτοί τους μικρή σχέση θα έχουν με την εφαρμογή και τη δυνατότητα υπεύθυνης άσκησης επαγγέλματος και απορρόφησης από την παραγωγή, ενώ στόχος της μεταρρύθμισης είναι η δημιουργία εξειδικευμένων εργατών για τα συμφέροντα των μονοπωλίων. 36

Εξωκοινοβουλευτικοί παράγοντες επίσης, κατηγόρησαν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Στη δημόσια συζήτηση η οποία οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από το Τεχνικό Επιμελητήριο, η Εθνική Σπουδαστική Ένωση Έλλάδος κατηγόρησε το προτεινόμενο νομοσχέδιο για την ΤΕΕ, ότι σπρώχνει τα λαϊκά στρώμματα στο χώρο των Τεχνικών Σχολών με προορισμό να αποτελέσουν τους αυριανούς εργάτες στα συμφέροντα των ξένων μονοπωλίων. Το νομοσχέδιο κατηγορήθηκε γενικά σαν έκφραση μιας γενικότερης φιλομονοπωλιακής πολιτικής, ενώ με τη διαδικασία της παραπομπής σε προεδρικά διατάγματα νομιμοποιούσε και διευκόλυνε τις παρεμβάσεις της Διεθνούς Τράπεζας. Τα Προεδρικά Διατάγματα θα ήταν Τραπεζικά Διατάγματα, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά. 37

H θέσεις αυτές της Αριστερής αντιπολίτευσης και οι αντιδράσεις  θα μπορούσαν  να ενταχθούν μέσα στο γενικότερο μεταπολιτευτικό κλίμα, όπου οι πολώσεις και οι έντονες αντιθέσεις ήταν χαρακτηριστικές και δικαιολογημένες σ ένα αβέβαιο ακόμα και μεταβατικό πολιτικό σκηνικό αλλά συνδέονται επίσης και με τις δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι Διεθνείς Οργανισμοί και η Διεθνής Τράπεζα κατά τα χρόνια της δικτατορίας και με τις παρεμβάσεις τους στα θέματα της Εκπαιδευτικής Πολιτικής της χώρας μας.38  To θέμα της παιδείας και  ειδικότερα το θέμα καθιέρωσης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης η οποία θα  ήταν «εκσυγχρονισμένη» ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας απετέλεσε σημείο σύγκρουσης ανάμεσα σε «εξευρωπαϊστές» και «αντιδρώντες».

 

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η γενικότερη αντίληψη των πολιτικών δυνάμεων για τις σχέσεις της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή ένωση αλλά και για το ρόλο που έχει η Ελλάδα στο διεθνές σύστημα επηρέασαν και το θέμα της εκπαίδευσης. Η σκληρή κριτική η οποία ασκήθηκε από την αντιπολίτευση κυρίως το 1977, όπως είδαμε, δημιούργησε προβλήματα και έθεσε εμπόδια στην επιτυχία της μεταρρύθμισης, όπως αναφέρει ο Α. Καζαμίας. 39

Τα ποσοστά των μαθητών της ΤΕΕ μειώθηκαν τα επόμενα χρόνια, όπως αναφέρει ο Σ. Μπουζάκης. 40

Όμως το σίγουρο είναι πως με τις έντονες εντός Βουλής αντιπαραθέσεις, προκλήθηκε ένας διάλογος και ένας προβληματισμός πάνω στο θέμα εκπαίδευση-Ευρωπαϊκή ένωση και θέση της χώρας μας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, ο οποίος προφανώς οδήγησε σε γόνιμα συμπεράσματα για τις μετέπειτα εξελίξεις στην εκπαίδευση. Αυτό όμως αποτελεί αντικείμενο άλλης μελέτης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1. Π. Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1998, και

Ε.B. Haas, Beyond the Nation-State, Stanford, Stanford University Press, 1964

2.Α.S.Milward, The Rescue of the Europian Nation State, London, Routledge, 1992

3 . Π.Κ.Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος,  Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1998, σ.28

4.W.Sandholtz, “Membership Matters: Limits of the Functional Approach to European Institutions”, Journal of Common Market Studies, τομ.34. τ.3, Σεπτέμβριος 1996, σ.42 427

5.Π.Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή …..οπ.π., σ.149-152

6.Εφ."Καθημερινή", 28-7-1959

7.Εφ."Ακρόπολη", 28-7-1959

8.Εφ. «Βήμα», 7-8-1961

9.Εφ. «Ναυτεμπορική», 25-8-1962

10.Εφ. «Βήμα», 1-11-1962

11.Εφ. «Βήμα», 1-11-1962

12.Εφ. «Βήμα», 15-3-1962

13.Γεώργιος Ι. Πεσμαζόγλου,  «Η Ελληνική Οικονομία εις τα  Πλαίσια της ΕΟΚ», π. Η Νέα Οικονομία, τ.12, Δεκέμβριος 1963, σ.237-241

14.Εφ. «Καθημερινή», 21-1-1964

15.Εφ. «Βήμα», 1-10-1964

16.Μ.Συριανός, «Οι Πολιτικές Δυνάμεις και η Συμφωνία Σύνδεσης του 1962», στο Η Ένταξή μας στην ΕΟΚ, 1978, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο,σ.78

17. Εφ. «Ελευθερία», 22-2-1967

18.Π.Κ.Ιωακειμίδης, Η Ευρώπη σε αναζήτηση νέας αρχιτεκτονικής,  1992, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, σ.247

19. Μ. Συριανός, «Οι πολιτικές δυνάμεις και η Συμφωνία Σύνδεσης του 1962» στο Η Ένταξή μας στην ΕΟΚ, 1978, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, σ.99

20. Εφ. «Αυγή», 8-7-1959

21.Μ.Συριανός, «Οι πολιτικές…..όπ.π., σ.124-125

22.Σ. Καρπαθιώτης, «Οι πολιτικές δυνάμεις, η ένταξη και το πρόβλημα της εξάρτησης – ανεξαρτησίας» στο Η Ένταξη μας στην ΕΟΚ, 1978, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, σ.129

23.Χ.Ροζάκης, «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1974-85, εκσυγχρονισμός και διεθνής ρόλος ενός μικρού κράτους» στο Η Ελλάδα σε Εξέλιξη, Αθήνα, 1986, εκδ. Εξάντας, σ.109-111

24. το ίδιο, σ.121

25.Σ.Καρπαθιώτης, "Οι πολιτικές δυνάμεις, η ένταξη και το πρόβλημα της εξάρτησης -ανεξαρτησίας" στο Η ένταξή μας στην ΕΟΚ, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1978, σ.129

26.Γ. Ράλλης, «Με την ΕΟΚ θα εμπεδωθεί η Δημοκρατία», Τα Νέα, 26 Οκτωβρίου 1977. και Αρχείο, Γεγονότα-Κείμενα, "Κωνσταντίνος Καραμανλής.50 χρόνια Πολιτικής Ιστορίας", τομ.10, Αθήνα, 1995, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής.σ.34

27.Α.Παπανδρέου «Πρόλογος» στο Σ.Αμίν, Η Συσσώρευση σε Παγκόσμια Κλίμακα, Αθήνα, εκδ. Νέα Σύνορα, 1977,σ.1-5

28.Ν. Κοτζιάς, Ο «Τρίτος Δρόμος» του ΠΑΣΟΚ, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985, σ.216-217

29  M.Hardiman and J.Midgley, The Social Dimensions of Development, U.M.I, Michigan, 1988 ,   M. Blomstrom and B. Hettne, Development Theory in Transition, Zed Books Ltd, London, 1984

30.Σ. Πεσμαζόγλου, Εκπαίδευση και Ανάπτυξη στην Ελλάδα 1948-1985, Το ασύμπτωτο μιας σχέσης, Αθήνα, εκδ.Θεμέλιο, 1987, σ.478

31. το ίδιο, σ.477

32.Α.Προβατά, Ιδεολογικά Ρεύματα, Πολιτικά Κόμματα και Εκπαιδευτική μεταρρίθμιση (1950-1965), Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 2002, σ.134-138

33.το ίδιο

34.Α.Καζαμίας, Η εκπαιδευτική κρίση στην Ελλάδα και τα παραδοξά της: μία ιστορική ,

συγκριτική θεώρηση, (Αθήναι, Ανάτυπον εκ των Πρακτικών της Ακαδημίας Αθηνών, 1983), σ.446 

35.Δ.Γόντικας, ομιλία, Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΠΑ΄, 23 Φεβρουαρίου 1977, σ.3375-3378

36.Ι. Κουτσόχερας, ομιλία, Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΠΑ΄, 23 Φεβρουαρίου 1977, σ.3370-3374

37.ΕΣΕΕ , Δημόσια Συζήτηση για το Σ.Ν. Περί Τεχνικής Παιδείας,  ΤΕΕ, Θεσσαλονίκη, 1976

38.Α.Καψάσκη, Τα όρια του εκσυγχρονισμού καθ΄υπαγόρευση, η αναπτυξιακή βοήθεια της Διεθνούς Τράπεζας στην ελληνική εκπαίδευση και η πολιτική στην Ελλάδα, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 2002.

39.Α.Kazamias, The politics of educational Reform in Greece: Law 309/1975, Comperative Education Review, vol.22, No.1, February 1978, σ.39-40

40.Σ.Μπουζάκης, Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1985), Αθήνα, εκδ. Gutenberg, 1986, σ.117