ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ:

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ «ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΩΝ» ΤΟΥ 1907

 

Περσεφόνη Α. Σιμενη

Υπ. Δρ Παν/μίου Πατρών

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Στη σύντομη αυτή εργασία επιχειρείται μία θεώρηση των γεγονότων, που έμειναν γνωστά ως «γυμναστικά». Πρόκειται για τις φοιτητικές ταραχές που σημειώθηκαν το Νοέμβριο του 1907, εξαιτίας της υποχρεωτικής παρακολούθησης και εξέτασης των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών στο μάθημα της γυμναστικής, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στις πτυχιακές και διδακτορικές εξετάσεις. Αφορμή των γεγονότων αποτέλεσε η άσχημη συμπεριφορά του διευθυντού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, απέναντι στους φοιτητές. Οι τελευταίοι, με μαζικά συλλαλητήρια, βίαιες συμπεριφορές, απεργίες και καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων, ζήτησαν την απομάκρυνση του διευθυντού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, την αντικατάσταση της σουηδικής γυμναστικής με στρατιωτικές ασκήσεις και το προαιρετικό του μαθήματος της γυμναστικής. Ως ένα ακόμη επεισόδιο σε μια μακρά σειρά φοιτητικών κινητοποιήσεων και ταραχών, που εκδηλώνονται σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ξεκινούν από διάφορα πανεπιστημιακά αιτήματα, διαμαρτυρίες προς το Υπουργείο Παιδείας και την Πρυτανεία για τη συμπεριφορά ή τον τρόπο διδασκαλίας συγκεκριμένων καθηγητών, τα «γυμναστικά» συνδέθηκαν με τη συγκυρία αλλά κυρίως, με τις γενικότερες στάσεις και νοοτροπίες του φοιτητικού σώματος, έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί στο 19ο αιώνα.

 

 

ABSTRACT

 

In this paper the historical events that occurred at the Athens University on 1907 are presented. Students, no matter what subject they were following, were forced to attend gymnastics, and this was a prerequisite in order to obtain their degree. The behavior of the university sport hall director towards the students, triggered a series of violent events such as, mass demonstrations, students abstaining from their lessons, students overtaking of the university campus, demanding the dismissal of the director, the change of the lessons “curriculum” from Swedish exercises to military type exercises and the change of the obligatory gymnastics lesson to optional. This event is one of a series of student mass demonstrations that took place during the whole 19th century, that characterize the attitudes and behaviors of the students of the era.   

 

 

«Ευθύς εν αρχή της εμής πρυτανείας εγένοντο ταραχαί φοιτητών εξ αφορμής του Ακαδειμικού Γυμναστηρίου. Ομάς φοιτητών, επί τω λόγω ότι ο διευθυντής του Ακαδημεικού Γυμναστηρίου εφέρετο ανοικείως προς αυτούς διενήργησε ταραχάς εν τω Γυμναστηρίω, κατέστρεψε τα βιβλία αυτού, διέκοψε τα μαθήματα εν αυτώ, είτα δε δι’ επιτροπών και μετά επανειλημμένα συλλαλητήρια προ του Πανεπιστημίου και υπαιθρίας αγορεύσεις ηξίωσε να απολυθή ο διευθυντής του ειρημένου γυμναστηρίου, να αντικατασταθή δε η Σουηδική γυμναστική διά των στρατιωτικών ασκήσεων [...]» (Κατσαράς, 1909, σ.21-22). Με αυτό το συνοπτικό τρόπο, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το ακαδημαϊκό έτος 1907-1908, Μιχαήλ Κατσαράς, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής, περιγράφει στον πρυτανικό του λόγο τα γεγονότα που συνέβησαν το Νοέμβριο του 1907, γνωστά ως «γυμναστικά» και στα οποία είναι αφιερωμένη η σημερινή ανακοίνωση(1). Πριν φτάσουμε στα γεγονότα, να δούμε την ιστορία της γυμναστικής στο Πανεπιστήμιο.

Η γυμναστική εισήχθη, με πρωτοβουλία του υπουργού Παιδείας, Αθανάσιου Ευταξία, στα δημόσια και ιδωτικά σχολεία, στη Σχολή των Βιομηχάνων Τεχνών (Πολυτεχνείο) και στο Πανεπιστήμιο το 1899, με την ψήφιση του νόμου ΒΧΚΑ΄ «περί γυμναστικής και γυμναστικών και αθλητικών συλλόγων»(2). Νωρίτερα, με το νομοσχέδιο «περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου» (1899), το οποίο παρέμεινε στα χαρτιά, ο Αθ. Ευταξίας είχε εντάξει στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου τους «διδασκάλους» των «τεχνικών μαθημάτων» της γυμναστικής και οπλασκίας (Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, 1899, σ.992). Η καθιέρωση της γυμναστικής σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης έγινε στον απόηχο αφενός της διοργάνωσης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896 και αφετέρου του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, όπου στο στόχαστρο της μεταπολεμικής κριτικής μπήκε και η εκπαίδευση, η μεταρρύθμιση της οποίας προβλήθηκε ως «η βάσις και η κρηπίς» οποιασδήποτε αλλαγής στη χώρα (Εφημερίδα των συζητήσεων της Βουλής, 1899, σ.322). Η συμβολή της γυμναστικής στη στρατιωτική προετοιμασία αναγράφεται ρητώς στη στοχοθεσία του μαθήματος: «Σκοπός της γυμναστικής είνε η ανάπτυξις των σωματικών και η εν ακμή διατήρησις των ψυχικών δυνάμεων, η εν τη καρτερία έξις και η διά τον στρατιωτικόν βίον προπαρασκευή των νέων» (Νόμος ΒΧΚΑ΄/1899, άρθρο 1).

Ωστόσο, αυτή τη φορά, παρά τη στοχοθεσία, η νομοθεσία του 1899 δεν περιελάμβανε στρατιωτικές ασκήσεις στο πρόγραμμα των σχολείων, οι οποίες είχαν καταργηθεί από το 1893 (Κουλούρη, 1997, σ.60, 66). Μόνο για τους φοιτητές προέβλεπε την άσκηση «εν τε τη Γυμναστική και τη οπλομαχητική» (Νόμος ΒΧΚΑ΄/1899, άρθρο 15), συνεχίζοντας θα λέγαμε, μία στρατιωτική «παράδοση» που είχε δημιουργηθεί στο Πανεπιστήμιο μετά το 1862, με την εισαγωγή της «οπλασκίας» στο Πανεπιστήμιο και τη σύσταση της φοιτητικής φάλαγγας, ενός ένοπλου φοιτητικού σώματος διοικούμενου από αξιωματικό του τακτικού στρατού(3). Ειδικότερα, «προς τελειοποίησιν των φοιτητών» στη γυμναστική, ιδρύθηκε το Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο (Νόμος ΒΧΚΑ΄/1899, άρθρο 11). Το διάταγμα της 8ης Αυγούστου 1899 «περί οργανισμού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου», που καθόριζε το προσωπικό και τον τρόπο λειτουργίας του τελευταίου, όριζε σε πέντε τα «διδασκόμενα μαθήματα»: «1) Ανόργανος και διά κινητών οργάνων γυμναστική. 2) Επί των παντοδαπών ακινήτων οργάνων του Γυμναστηρίου. 3) Αθλητικαί ασκήσεις. 4) Επιχώριοι και ξέναι παιδιαί, και 5) Οπλομαχητική.» (άρθρο 5). 

Η γυμναστική εντάχθηκε με το νόμο ΒΧΚΑ΄/1899 στα «γενικά» μαθήματα (άρθρο 53), που παρακολουθούσαν υποχρεωτικά και εξετάζονταν όλοι οι φοιτητές του Πανεπιστημίου(4). Το τελευταίο, κατέτασσε τη γυμναστική στα πρωτεύοντα μαθήματα και επέτρεψε στο νομοθέτη να καθορίσει την τρίωρη («τουλάχιστον») εβδομαδιαία υποχρεωτική άσκηση των πρωτοετών και δευτεροετών φοιτητών στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο (Διάταγμα της 8ης Αυγούστου 1899, άρθρο 2). Με το διάταγμα της 31ης Ιανουαρίου 1900 που υπέγραψε ο υπουργός Παιδείας Α. Ευταξίας, στο τέλος του δευτέρου έτους των σπουδών τους οι φοιτητές όλων των Σχολών «υποχρεούνται να υποστώσιν εξέτασιν επί πάντων των εν τω Ακαδημαϊκώ Γυμναστηρίω διδασκομένων γυμναστικών μαθημάτων.» (άρθρο 1). Απαλλαγή των φοιτητών από την υποχρέωση άσκησης και εξέτασης στη γυμναστική, μόνο λόγω σωματικής αναπηρίας ή «εξ οργανικών νοσημάτων επιτεινομένων διά της γυμναστικής» (Διάταγμα της 8ης Αυγούστου 1899, άρθρο 10), πιστοποιείται από τον ιατρό του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου και δίνεται από τον πρύτανη. Η κρατική μέριμνα για την επιβολή της σωματικής άσκησης των φοιτητών επικυρώνεται τόσο με το μέτρο της υποχρεωτικής, διά ειδικού καταλόγου, παρουσίας των φοιτητών στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο υπό την ευθύνη του διευθυντού του τελευταίου (Διάταγμα της 8ης Αυγούστου 1899, άρθρο 9), όσο και με την πιστοποίηση της εξέτασης των φοιτητών στη γυμναστική, με τη χορήγηση της σχετικής απόδειξης, ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στις πτυχιακές εξετάσεις (Διάταγμα της 31ης Ιανουαρίου 1900, άρθρο 5). Τίθεται ακόμη, το όριο των ογδόντα απουσιών και για τα δύο έτη φοίτησης στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο, για τη συμμετοχή στις εξετάσεις της γυμναστικής. Η υπέρβαση του ορίου αυτού υποχρεώνει τους φοιτητές να φοιτήσουν «ανελλιπώς» για ένα ακόμη έτος στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο (ό.π., άρθρο 6).

Φαίνεται, ωστόσο, ότι υπήρχαν αντιδράσεις αλλά και πρακτικές δυσκολίες στην παρακολούθηση της γυμναστικής από την πλευρά των φοιτητών, λόγω της αδυναμίας των τελευταίων «ως εκ της αποστάσεως, να μεταβαίνωσι προς άσκησιν εις το παριλίσσιον Γυμναστήριον, κατά τας τεταγμένας ώρας και καθ’ α ο νόμος απαιτεί» (Ι. Ευταξίας, Συνεδρία 8η, 10/1/1904. Πρακτικά Συγκλήτου 1902-1905, σ.273). Το τελευταίο αποτέλεσε το βασικό επιχείρημα του πρύτανη του ακαδημαϊκού έτους 1903-1904, Ιωάννη Ευταξία, καθηγητή της Νομικής Σχολής, ο οποίος πρότεινε στον υπουργό Παιδείας, Σπυρίδωνα Στάη, να ιδρυθεί «κατάλληλον, άνευ πολυτελείας» (ό.π., σ.273) ειδικό γυμναστήριο για τους φοιτητές σε οικόπεδο του Πανεπιστημίου(5). Με βάση την εισήγηση του Ι. Ευταξία (Συνεδρία 10η 21/2/1904, Συνεδρία 13η 4/6/1904. Πρακτικά Συγκλήτου 1902-1905, σ. 289, 310), ο Σπυρίδων Στάης υπέγραψε το διάταγμα της 13ης Μαΐου 1904, με το οποίο ενέκρινε την ανέγερση του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, καλύπτοντας τη σχετική δαπάνη από το κληροδότημα Δημητρίου Δωρίδου (Διάταγμα της 13ης Μαΐου 1904).

Έτσι, το Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο ξεκίνησε τη λειτουργία του το ακαδημαϊκό έτος 1905-1906. Παράλληλα, από το 1906 ξεκίνησε τη λειτουργία του «το διαμέρισμα των υπέρ των φοιτητών ιδρυθέντων λουτρώνων», ενώ η Σύγκλητος εξέφρασε την επιθυμία να παράσχει τα «χρηματικά μέσα», προκειμένου να ιδρυθεί στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο και σκοπευτήριο, «ανδρικής και κατ’ εξοχήν πατροπαραδότου και χρησιμωτάτης ασκήσεως» (Χατζιδάκις, 1907, σ.40), κατά το χαρακτηρισμό του Γ. Χατζιδάκη, το οποίο όμως δε λειτούργησε αμέσως. Την ίδια περίοδο (1907) και παράλληλα με αντίστοιχες εξελίξεις στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα(6), εισήχθη η σκοποβολή στα γυμνάσια και στις δύο ανώτερες τάξεις των ελληνικών σχολείων (Κουλούρη, 1997, σ.69).

Η φοιτητική αντίδραση στην υποχρεωτική παρακολούθηση και την εξέταση στο μάθημα της γυμναστικής, ως απαραίτητη προϋπόθεση συμμετοχής στις πτυχιακές και διδακτορικές εξετάσεις, κορυφώθηκε το Νοέμβριο του 1907 με μαζικά συλλαλητήρια, βίαιες συμπεριφορές, απεργίες και καταλήψεις. Αφορμή αποτέλεσε η άσχημη συμπεριφορά του διευθυντού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, Αρβανίτη, απέναντι στους φοιτητές. Στις 20 Νοεμβρίου 1907, έπειτα από γενική πρόσκληση «περί του ζητήματος της γυμναστικής», πραγματοποιήθηκε η πρώτη συγκέντρωση φοιτητών από όλες τις Σχολές στα προπύλαια της Ακαδημίας. Στη συγκέντρωση αυτή ο φοιτητής της Νομικής, Θεαγένης Θεοδωρίδης, κατέκρινε τον Αρβανίτη αλλά και τη σουηδική γυμναστική, υποστηρίζοντας ότι οι φοιτητές πρέπει να γυμνάζονται στρατιωτικώς, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένοι (Ακρόπολις, 21/11/1907). Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές εξέλεξαν μία επταμελή, προσωρινή επιτροπή, προκειμένου να συντάξει υπόμνημα προς την Πρυτανεία με τα φοιτητικά αιτήματα: την απομάκρυνση του διευθυντού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, την αντικατάσταση της σουηδικής γυμναστικής με στρατιωτικές ασκήσεις, το προαιρετικό του μαθήματος της γυμναστικής και την μέχρι της διευθετήσεως του ζητήματος παύση κάθε γυμναστικής άσκησης (Συνεδρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.27-28). «Δυστυχώς [οι φοιτητές] δεν περιορίσθησαν μόνον εις ταύτα» (Συνεδρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, τ.23, σ.27-28), θα πει ο πρύτανης, Μιχαήλ Κατσαράς στη Σύγκλητο. Οι φοιτητές κατευθύνθηκαν στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο, όπου προκάλεσαν υλικές ζημιές.

Την επόμενη ημέρα η συγκέντρωση των φοιτητών επαναλήφθηκε στα προπύλαια του Πανεπιστημίου (Ακρόπολις, 22/11/1907α), ενώ στη νέα φοιτητική «πολυπληθή και θορυβώδη διαδήλωσιν» στις 22 Νοεμβρίου 1907 στα προπύλαια της Ακαδημίας, ο Μ. Κατσαράς εκφώνησε λόγο προς τους συγκεντρωμένους φοιτητές, εκφράζοντας την άποψη «ότι δεν έπραξαν τούτο φοιτηταί αλλά ξένα στοιχεία εισδύσαντα εντός των φοιτητών» και την ελπίδα «ότι το ζήτημα θα το μελετήση η Σύγκλητος και ελπίζω ν’ αποφασίση συμφώνως με την επιθυμίαν σας»(7). Στην έκτακτη δίωρη συνεδρίαση της Συγκλήτου το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με πρόταση του Μ. Κατσαρά να εξετασθεί πρώτο «ο τρόπος δι’ ου οι φοιτηταί επραγματοποίησαν τα αιτήματα αυτών· δεύτερον δε τα ψυχολογικά τυχόν αίτια, άτινα ηνάγκασαν αυτούς να προσενεχθώσιν ούτως» (Συνεδρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.28), συγκροτήθηκε «ανακριτική επιτροπή» αποτελούμενη από τον πρύτανη, Μ. Κατσαρά και τους κοσμήτορες, Γεώργιο Αγγελόπουλο της Νομικής και Νικόλαο Παπαγιαννόπουλο της Θεολογικής Σχολής, προκειμένου να διερευνήσει εάν ήταν φοιτητές οι επιτιθέμενοι κατά του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου και ποιοι ήταν και κατά πόσον ο διευθυντής του Γυμναστηρίου, Αρβανίτης, «εφέρετο ή ου, σκαιώς προς τους φοιτητάς» (ό.π., σ.29-30).

Μπροστά στις εξελίξεις αυτές, ο υπουργός Παιδείας, Ανδρέας Στεφανόπουλος  φάνηκε θετικός στις αιτιάσεις των φοιτητών για την προαιρετική άσκησή τους στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο και στις 23 Νοεμβρίου 1907 κάλεσε σε σύσκεψη τους κοσμήτορες  των Σχολών «εν σχέσει προς τον ειρημένον νόμον.» (Συνεδρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.30). Στο νέο φοιτητικό συλλαλητήριο που διοργανώθηκε στα προπύλαια της Ακαδημίας στις 24 Νοεμβρίου, με προτροπή του τελειόφοιτου της Νομικής Σχολής, Γ. Παπανδρέου, «ένας με όλα τα στοιχεία τα δεικνύοντα ότι θα διαπρέψη και εις το πρακτικόν του στάδιον», κατά το σχόλιο της εφημερίδας Ακρόπολις (25/11/1907α), οι φοιτητές «εν σώματι» μετέβησαν στον υπουργό Παιδείας, Ανδρέα Στεφανόπουλο και στον πρύτανη, Μ. Κατσαρά, για να τους επιδώσουν τα υπομνήματα, με τα οποία ζητούσαν εκ νέου την αντικατάσταση του Αρβανίτη και τη μετατροπή της αναγκαστικής Σουηδικής γυμναστικής σε προαιρετική στρατιωτική, λαμβάνοντας τη διαβεβαίωση των τελευταίων, ότι η γυμναστική θα είναι προαιρετική και ότι θα γίνονται εξετάσεις υπό την εποπτεία των κοσμητόρων (Ακρόπολις, 25/11/1907α).   

Ενώ οι ανακρίσεις για τα γεγονότα στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο, με εισαγγελική εντολή είχαν ξεκινήσει(8), το έργο της «ανακριτικής επιτροπής» των συγκλητικών καθηγητών που ξεκίνησε στις 30 Νοεμβρίου(9), οδήγησε σε δύο νέες συγκεντρώσεις των φοιτητών στα προπύλαια της Ακαδημίας τις δύο αμέσως επόμενες ημέρες. Στη δεύτερη πολυπληθέστερη συγκέντρωση, στις 2 Δεκεμβρίου 1907, με τη συμμετοχή τριακοσίων περίπου φοιτητών των διαφόρων Σχολών και μαθητών των Βιομηχάνων Τεχνών του Πολυτεχνείου, οι οποίοι, έχοντας τις ίδιες υποχρεώσεις στο μάθημα της γυμναστικής σύμφωνα με το νόμο ΒΧΚΑ΄/1899, είχαν δηλώσει τη συμπαράστασή τους στις φοιτητικές κινητοποιήσεις και την εκ των προτέρων αποδοχή όλων των αποφάσεων των φοιτητών (Ακρόπολις, 23/11/1907), αποφασίστηκε «διά βοής», με βάση την πρόταση του φοιτητή του Φαρμακευτικού Σχολείου, Δ. Λαμπρινόπουλου, ο οποίος είχε ανακριθεί από την επιτροπή των συγκλητικών, «όπως κηρυχθεί από της αύριον γενική απεργία καθ’ όλον το Πανεπιστήμιον»(10).

Η απόφαση των φοιτητών για απεργία, υλοποιήθηκε την επόμενη ημέρα, 3 Δεκεμβρίου, με τη «διά της βίας διακοπή των μαθημάτων» (Ακρόπολις, 4/12/1907) του καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή, Ιωάννη Ευταξία και του καθηγητή της Ιστορίας στη Φιλοσοφική, Παύλου Καρολίδη. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, ένας από τους ελάχιστους φοιτητές του Π. Καρολίδη δέχθηκε επίθεση και τραυματίστηκε στο κεφάλι(11).

Η δεκαμελής επιτροπή των φοιτητών με αρχηγούς το Γεώργιο Παπανδρέου και το Θεαγένη Θεοδωρίδη, που εκλέχτηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος των φοιτητών στα προπύλαια της Ακαδημίας αμέσως μετά τη βίαιη διακοπή των μαθημάτων, επιχείρησε να υποβάλλει στο Υπουργείο Παιδείας και τον πρύτανη ένα ψήφισμα. Σε αυτό οι φοιτητές αρχικά εξέφραζαν την ικανοποίησή τους για το απαλλακτικό πόρισμα της «ανακριτικής επιτροπής» των συγκλητικών καθηγητών, που βεβαίωνε ότι «ουδείς φοιτητής μέχρι της ώρας αποδεικνύεται πρωταίτιος των εκτρόπων σκηνών» (Συνεδρία Η΄, 3/12/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.35), ενώ ζητούσαν την «άρσιν του επικειμένου Διατάγματος επαφιεμένης της γυμναστικής εις την εκτίμησιν των φοιτητών» και την ταχεία απομάκρυνση «του τόσας δυσαρέστους σκηνάς προκαλέσαντος» διευθυντού του Γυμναστηρίου(12).

Ο υπουργός Παιδείας, Ανδρέας Στεφανόπουλος αρνήθηκε να δεχτεί το ψήφισμα των φοιτητών, χαρακτηρίζοντας το διάβημά τους ως «έκνομον» και τους κάλεσε να σταματήσουν την απεργία, ώστε να μην αναγκασθεί να λάβει μέτρα, «τα οποία αρμόζουν εις εξεγέρσεις αμορφώτων λαϊκών λαϊκών [sic] τάξεων καί όχι Ακαδημαϊκών πολιτών, εχόντων αξιώσεις πεπαιδευμένων.» (Ακρόπολις, 4/12/1907). Ανάλογη ήταν και η θέση της Συγκλήτου, η οποία αποφάνθηκε ότι είναι αναγκαία η «αυστηρά και αδυσώπητος» (Συνεδρία Η΄, 3/12/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.36) τιμωρία των ενόχων της απεργιακής κινητοποίησης, η διενέργεια ανακρίσεων που ανατέθηκαν στον κοσμήτορα της Νομικής, Γεώργιο Αγγελόπουλο και τέλος, να κληθεί η «δημοσία αρχή όπως συνδράμη το Πανεπιστήμιον κατά των ταραξιών» (ό.π., σ.36-37), ενώ υπήρξαν και σκέψεις για το κλείσιμο του Πανεπιστημίου για ένα εξάμηνο, εάν οι φοιτητές συνέχιζαν την απεργία (Πρόταση του κοσμήτορα της Ιατρικής, Θεόδωρου Ζαΐμη, ό.π., σ.36).

Μπροστά στην αρνητική τροπή των πραγμάτων και στην πιθανότητα κλεισίματος του Πανεπιστημίου, οι φοιτητές αποφάσισαν να προβούν το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου στην κατάληψη του Πανεπιστημίου (Ακρόπολις, 4/12/1907). Η Κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη, έχοντας κάποιες πληροφορίες για τις προθέσεις αυτές των φοιτητών και με τη συναίνεση της Συγκλήτου, η οποία και αποφάσισε να διακόψει τα μαθήματα για δεκαπενθήμερο λόγω της υφιστάμενης «ανωμάλου καταστάσεως»(13), κατέλαβε το Πανεπιστήμιο στρατιωτικώς. Το γεγονός περιγράφει η εφημερίδα Ακρόπολις: «Πράγματι διά της νοτίας πύλης ανήλθαν εντός του προαυλίου του Πανεπιστημίου, [...] 36 χωροφύλακες, δύο ενωμοτάρχαι υπό τον αστυνόμον κ. Πολυχρονάκην. Επίσης διά της αντιθέτου ισάριθμοι υπό τον αστυνόμον Χασεκήν. Περιήρχοντο δε το Πανεπιστήμιον περί τους 30 έφιπποι χωροφύλακες υπό τον μοίραρχον κ. Ζυμβρακάκην.» (Ακρόπολις, 5/12/1907α). Η κατάληξη των παραπάνω επεισοδίων ήταν μάλλον απροσδόκητη(14). Το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου, ομάδες φοιτητών κατέλαβαν το Ανατομείο και τη Νομική Σχολή. Η πρώτη ενέργεια των έγκλειστων φοιτητών, -που, σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, ανέρχονταν στους 300-400 φοιτητές (Ακρόπολις, 5/12/1907α)- ήταν να οργανωθούν στρατιωτικά. «Αμέσως ετάχθησαν φρουροί εις τας τρεις εισόδους από τας οποίας υπήρχε φόβος να εισέλθουν στρατιώται, δηλαδή από την επί της οδού Σίνα της Νομ. Σχολής, Ακαδημίας και Μασσαλίας του Ανατομείου» (ό.π.), γράφει η εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ στο αμφιθέατρο του Ανατομείου, προσκλήθηκαν οι φοιτητές που είχαν περίστροφα, «διά να μετρηθούν τα όπλα και κανονισθή η άμυνα» (ό.π.), ενώ εκλέχθηκε και ένας φρούραρχος (ο φοιτητής της Ιατρικής, Π. Καζάκος).

Η κατάληψη του Ανατομείου και της Νομικής Σχολής αποδοκιμάστηκε έντονα από τη Σύγκλητο. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, σε έκτακτη συνεδρίαση που έγινε με πρόσκληση του πρύτανη στον οίκο του, η Σύγκλητος προέβη στη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον των φοιτητών που, κατά την εισήγηση του Γ. Αγγελόπουλου, ο οποίος είχε διεξάγει τις σχετικές ανακρίσεις για τις ταραχές, είχαν λάβει μέρος και πρωτοστάτησαν σε αυτές. Η απόφαση της πανεπιστημιακής αρχής για την αυστηρότητα και την άμεση δημοσίευση των ποινών στόχευε «εις την συνέτισιν των ταραχοποιών» (Συνεδρία Ι΄, 4/12/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.38-39), ώστε να λήξει η φοιτητική κατάληψη. Η Σύγκλητος επέβαλε ποινή «παντελούς αποβολής» από το Πανεπιστήμιο στο φοιτητή της Νομικής, Θεαγένη Θεοδωρίδη, ενώ ποινή διετούς αποβολής όρισε για τον Γ. Παπανδρέου και το φοιτητή του Φαρμακευτικού Σχολείου Δ. Λαμπρινόπουλο. Αποβολή ενός έτους επέβαλε στο φοιτητή της Νομικής Μιλτιάδη Μποσίνη, «ως ενεργώς και τούτον μετάσχοντα των ταραχών.» (ό.π.). Χαρακτηριστική της αποφασιστικότητας των πανεπιστημιακών αρχών να επαναφέρουν και να διαφυλάξουν την τάξη ήταν η τελευταία φράση στο κείμενο της ανακοίνωσης των πειθαρχικών ποινών στον ημερήσιο τύπο: «Η Σύγκλητος θέλει εξακολουθήση το έργον της και επιφυλάσσεται να τιμωρήση και πάντας όσοι αποδειχθώσιν ότι μετήλθαν βίαν.» (Ακρόπολις, 5/12/1907α).

Έντονη ήταν και η αντίδραση της Κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη. Η παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, που πολιόρκησαν τις τρεις εισόδους του Ανατομείου και της Νομικής Σχολής(15), οδήγησε σε συμπλοκές, με ανταλλαγή πυροβολισμών, μεταξύ των έγκλειστων φοιτητών και των χωροφυλάκων, αλλά και σε επεισόδια έξω από το Ανατομείο, όπου υπήρχαν φοιτητές που αποδοκίμαζαν τους χωροφύλακες. Οι τελευταίοι έτρεξαν να διαλύσουν το πλήθος, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ένας αστυνόμος. Η παρέμβαση του εισαγγελέα, ο οποίος ζήτησε την αποχώρηση των φοιτητών, δεν έφερε αποτέλεσμα. Το πλήθος των συγκεντρωμένων φοιτητών αποδοκιμάζοντας την αστυνομία, επιδίωξε να συναντηθεί με τον πρόεδρο της Βουλής, Νικόλαο Λεβίδη (βουλευτής Αττικής) για να διαμαρτυρηθεί «κατά της αστυνομικής αρχής, ήτις προέβη εις την πολιορκίαν του Ανατομείου και η οποία επυροβόλησε κατ’ αυτών.» (Ακρόπολις, 5/12/1907α). Η διαμαρτυρία των φοιτητών μετατράπηκε σε συλλαλητήριο στον περίβολο της Βουλής και στους δρόμους, ενώ το πλήθος όρμησε και στα γραφεία των εφημερίδων, για να παρακαλέσει τους διευθυντές των εφημερίδων να προβούν στην έκδοση παραρτήματος «εις το οποίον να αναγράφεται η προς αυτούς στάσις των οργάνων της αστυνομίας.» (Ακρόπολις, 5/12/1907α).

Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν διασπαστικές κινήσεις στο φοιτητικό κόσμο. Φοιτητές που είχαν λάβει τις αποδείξεις εξέτασης στη γυμναστική, εκδήλωσαν την αντίθεσή τους στην απεργιακή κινητοποίηση, ενώ υποστήριξαν τη στάση του διευθυντού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, Αρβανίτη (ό.π.). Στην ίδια πλευρά τάχθηκαν οι εκ του υπόδουλου ελληνισμού φοιτητές, οι οποίοι, μετά τη φοιτητική κατάληψη του Ανατομείου και της Νομικής Σχολής, συνέταξαν υπόμνημα προς τον υπουργό Παιδείας και τον πρύτανη. Σε αυτό το υπόμνημα, απειλώντας ότι «εάν εξακολουθήση η αυτή κατάστασις θα αναγκασθούν να υπάγουν εις ξένα Πανεπιστήμια», ζητούσαν «την τιμωρίαν των πρωταιτίων και την αποκατάστασιν της ησυχίας, διά να δυνηθώσι να εξακολουθήσωσι τα μαθήματά των.» (ό.π.).   

Η κατάληψη διήρκεσε μία ημέρα. Η υπόθεση όμως δεν τελείωσε εδώ. Τις αμέσως επόμενες ημέρες πραγματοποιήθηκαν ανακρίσεις για τις ταραχές από τις πανεπιστημιακές αρχές και την εισαγγελία, ενώ συγχρόνως εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης κατά των πρωταίτιων της απεργίας και της κατάληψης(16), συνελήφθησαν ορισμένοι και προφυλακίστηκαν(17), μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γ. Παπανδρέου(18). Η Σύγκλητος στη συνεδρία της στις 8 Δεκεμβρίου 1907 επέβελε πειθαρχικές ποινές σε τέσσερις ακόμη φοιτητές. Από αυτούς, ποινή οριστικής αποβολής επέβαλε στο «φρούραρχο» του Ανατομείου, Π. Καζάκο(19).

Η φοιτητική κινητοποίηση δεν έφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η γυμναστική παρέμεινε υποχρεωτικό μάθημα, η σουηδική γυμναστική διατήρησε αλώβητη τη θέση της, όπως και ο διευθυντής του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου. Οι φοιτητές που είχαν υποστεί την τιμωρία της Συγκλήτου με αποβολή από το Πανεπιστήμιο ενός ή δύο ετών, «αναλογιζόμενοι ότι η δικαία αύτη τιμωρία επιφέρει θλιβερώτατα διά την τύχην ημών αποτελέσματα», ζήτησαν με αναφορά τους προς την Πρυτανεία την «επιείκειαν και συγγνώμην» της Συγκλήτου(20). Η Σύγκλητος αποδέχτηκε την αίτηση των φοιτητών και προέβη στη μείωση κατά το ήμυσι της αρχικής ποινής κάθε φοιτητή (Συνεδρία ΙΘ΄, 3/4/1908. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.108-109), παρά την ύπαρξη αντίθετων φωνών, που υποστήριξαν την εμμονή της Συγκλήτου στις αρχικές της αποφάσεις, «εάν θέλη να ώσιν αύται σεβασταί και αποτελεσματικαί∙ άλλως», όπως σημειώνει ο Δημήτριος Πατσόπουλος, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, «διατρέχομεν τον κίνδυνον να καταστήσωμεν το Πανεπιστήμιον εστίαν συνεχών ταραχών» (Συνεδρία ΙΔ΄, 9/2/1908. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.72).

Ως προς τις αιτίες των φοιτητικών ταραχών, η εφημερίδα Ακρόπολις, η οποία είχε τηρήσει αρχικά ευνοϊκή στάση απέναντι στους φοιτητές, επιχείρησε να δώσει μία απάντηση. Η αιτία της φοιτητικής απειθαρχίας βρισκόταν έξω από τους φοιτητές, στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος που τους παρήγαγε και στις αξίες που τους μετέδιδε. «Αλλά πταίουν οι φοιτηταί διότι γίνονται όργανα αντιδράσεως των ιδίων εαυτών των; [...] Όταν αναλογισθή τις οπόθεν προέρχονται. Από Γυμνάσια νεκρά, χωλά, αμαρτωλά, παπαγαλλικά, άστοχα και άσκοπα [...] Όταν αναλογισθή ότι από τοιούτου είδους φυτώρια εξερχόμενοι εισέρχονται εις Πανεπιστήμιον μη διατελούν εις ακμήν, μη έχον την ζωήν των γερμανικών Πανεπιστημίων, με πολλάς ατελείας, με ανεπάρκειαν εδρών, ανεπάρκειαν επίσης πολλών καθηγητών κατά το ποιόν αυτών. Τότε οποία ιδανικά, οποίας παραδόσεις, οποίαν πειθαρχίαν θέλετε να είνε γεμάτα τα στήθη και τα πνεύματα των φοιτητών;» (Ακρόπολις, 22/11/1907β). Αναφερόμενος ειδικότερα, στα «γυμναστικά», ο αρθρογράφος αποδίδει την αντίδραση των φοιτητών κατά της γυμναστικής, στο γεγονός πως το Πανεπιστήμιο αδράνησε, ώστε οι φοιτητές να αγαπήσουν «την Γυμναστικήν, την εκδρομήν, τον υπαίθριον βίον, το άσμα, την μουσικήν, το πένταθλον». Αλλά και την αντιπάθεια των φοιτητών προς τη σουηδική γυμναστική, ο αρθρογράφος αποδίδει στην ελλειπή κατάρτιση των γυμναστών στο είδος αυτό. «Εάν έφερναν ένα Σουηδόν γυμναστήν», αναρωτιέται, «δεν θ’ αγαπούσαν οι φοιτηταί περισσότερο την Σουηδικήν γυμναστικήν;» (ό.π.).

Ωστόσο, μετά την κατάληψη του Ανατομείου και της Νομικής Σχολής, η  ίδια εφημερίδα διατύπωσε την άποψη πως το Πανεπιστήμιο και το Κράτος είναι αρκετά επιεικείς έναντι των φοιτητών, ενώ τα αίτια των φοιτητικών ταραχών σχετίζονταν με την κατανάλωση του ελεύθερου χρόνου των φοιτητών στο καφενείο παρά στο γυμναστήριο(21). Για το τελευταίο αναφέρει: «Οι φοιτηταί [...] εξηγέρθησαν κατά της γυμναστικής! Δηλαδή κατά της υγείας, του αθλητισμού, της προόδου. Και υπέρ του καφενείου, του μαρασμού, της αποκτηνώσεως, της αυτοκτονίας αυτών των ιδίων και κατά συνέπειαν της Ελληνικής φυλής. Από της απόψεως της ιδέας περί γυμναστικής, αυτή είνε η λογική της τελευταίας φοιτητικής εξεγέρσεως.» (Ακρόπολις, 5/12/1907γ). Αυτό αποτελούσε άλλωστε το κεντρικό επιχείρημα στο λόγο περί γυμναστικής που επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο. Ο Γεώργιος Χατζιδάκης, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, σημείωνε στις αρχές του 1907, ότι με τη γυμναστική «και το σώμα εξυγιαίνεται και καθίσταται άλκιμον, και η ψυχή απαλλάσσεται των τη σχολή και αργία παρομαρτούντων κακών.» (Χατζιδάκις, 1907, σ.40).

Γενικότερα, τα «γυμναστικά» μπορεί κανείς να τα εντάξει στην κατηγορία εκείνη των φοιτητικών κινητοποιήσεων, που εκδηλώνονται σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ξεκινούν από διάφορα πανεπιστημιακά αιτήματα, διαμαρτυρίες προς το Υπουργείο Παιδείας και την Πρυτανεία για τη συμπεριφορά ή τον τρόπο διδασκαλίας συγκεκριμένων καθηγητών. Οι κινητοποιήσεις αυτές προσλαμβάνουν ένα δυναμικό, συλλογικό χαρακτήρα, με ταραχές στις αίθουσες διδασκαλίας, αποχή από τα μαθήματα, διαδηλώσεις στα προπύλαια και καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων (Λάππας, 1997, σ.407). Στην περίπτωση των φοιτητικών ταραχών του 1907, πέρα από τη διατύπωση διαμαρτυριών για τη συμπεριφορά του διευθυντή του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, το αίτημα των φοιτητών για τη μετατροπή της αναγκαστικής Σουηδικής γυμναστικής σε προαιρετική στρατιωτική, φανερώνει την επιθυμία τους, όπως και σε άλλες αντίστοιχες κινητοποιήσεις, να παίξουν ενεργητικό ρόλο στα πανεπιστημιακά πράγματα, διατυπώνοντας γνώμη σε θέματα που αφορούν στην οργάνωση των σπουδών.

Από την άλλη πλευρά, το ζήτημα της υποχρεωτικής προσαγωγής των αποδείξεων εξέτασης στο μάθημα αυτό, ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στις πτυχιακές εξετάσεις, φαίνεται να αποτέλεσε το πρακτικό κίνητρο των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Για το τελευταίο, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι φοιτητές στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο, μεταξύ των άλλων, έσκισαν τους καταλόγους, το αποδεικτικό δηλαδή, των παρουσιών και της συμμετοχής τους στο μάθημα της γυμναστικής. Στο ζήτημα αυτό διαφωτιστικός είναι ο Μ. Κατσαράς: «το αληθές είναι ότι τελειόφοιτοι έτοιμοι προς εξετάσεις, έχοντες πλήρη τα δικαιολογητικά, εστερούντο μόνον της αποδείξεως εξετάσεως εις την γυμναστικήν» (Συνεδρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.29). Εξάλλου, από το πρώτο έτος εφαρμογής του μέτρου (1899-1900), οι φοιτητές φαίνεται ότι δεν ακολούθησαν κατά γράμμα το νόμο (Κουλούρη, 1997, σ.75), ενώ κατά καιρούς ζητούσαν να γίνονται δεκτοί στις διδακτορικές και πτυχιακές εξετάσεις, χωρίς την προσαγωγή αποδείξεων εξέτασης στο μάθημα της γυμναστικής ή ακόμη και την πλήρη απαλλαγή τους από τη γυμναστική(22). Γενικότερα, οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών στάθηκαν αρνητικοί στην υποχρεωτικότητα των μαθημάτων. Όντας φοιτητές σε ένα Πανεπιστήμιο με ιδιαίτερα φιλελεύθερη οργάνωση σε όλο το 19ο αιώνα, αντιμετώπισαν, από την αρχή ακόμη της έναρξης λειτουργίας του Πανεπιστημίου, με δυσπιστία το θεσμό των «γενικών» μαθημάτων, ακυρώνοντάς τον στην πράξη, συνήθως με την ανοχή των καθηγητών. Το 1907 ο θεσμός βρισκόταν σε μεγάλη κρίση και τέσσερα χρόνια αργότερα, με τον Οργανισμό του 1911, καταργείται.

Επιπρόσθετα, η αντίδραση των φοιτητών στην υποχρεωτική παρακολούθηση της γυμναστικής φαίνεται να σχετίζεται με τη γενικότερη άποψη που επικρατούσε για το μάθημα (όπως και για τους καθηγητές που το δίδασκαν), το οποίο δεν έχαιρε της εκτίμησης γονέων, μαθητών και καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης. Όπως αναφέρει η Χριστίνα Κουλούρη, για το μειωμένο κύρος του μαθήματος αυτού στη συνείδηση των νέων, ευθύνη είχαν οι γονείς που δυσπιστούσαν απέναντι στη νέα «μόδα» της γυμναστικής, ενώ οι μαθητές, λόγω της διαδικασίας βαθμολόγησής τους, υποτιμούσαν το μάθημα και οι καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης θεωρούσαν υποδεέστερους τους γυμναστές (Κουλούρη, 1997, σ.74-75). Παράλληλα, το αίτημα για τη στρατιωτική άσκηση και την κατάργηση της σουηδικής γυμναστικής «ως αρμοζούσης εις ανήβους»(23), δεν είναι άσχετο από τον τρόπο με τον οποίο είχε διαπαιδαγωγηθεί επί χρόνια η φοιτητική νεολαία: με στρατιωτικού τύπου πρακτικές μέσα από τη φοιτητική φάλαγγα, αλλά και με την κρατική μέριμνα για τη σύνδεση της σωματικής αγωγής με τη στρατιωτική άσκηση στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το τελευταίο εμφανίζεται μέσα από μία σειρά πολιτικών πρωτοβουλιών για την επιβολή της στρατιωτικής προετοιμασίας στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης μετά το 1871(24), αλλά και από το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε την περίοδο αυτή στην Ευρώπη, όπου απώτερος στόχος της σωματικής άσκησης αποτελούσε η στρατιωτική προετοιμασία (Κουλούρη, 1997, σ. 58).

Από την πλευρά του Πανεπιστημίου, οι διαμαρτυρίες των φοιτητών και το πνεύμα απείθειας και ανεξαρτησίας που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά τους προκαλεί φόβους και ανησυχίες στις πανεπιστημιακές αρχές. Μπορεί τα αιτήματα των φοιτητών να μην είναι τελείως αδικαιολόγητα, ο τρόπος όμως με τον οποίο τίθενται από τους φοιτητές, διαταράσσει την πανεπιστημιακή τάξη, μειώνει το κύρος των καθηγητών και μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο για άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις, τις οποίες το Πανεπιστήμιο πρέπει οπωσδήποτε να προλάβει. Χαρακτηριστικά ο Γ. Αγγελόπουλος σημειώνει: «οσάκις εγένοντο ταραχαί εις το Πανεπιστήμιον, πάντοτε επρωτοστάτησεν εις την τιμωρίαν αυτών το Πανεπιστήμιον.» (Συνεδρία Ζ΄, 22/11/1907. Στα Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, τ.23, σ.30). Ο ίδιος θα αρνηθεί τη μεταβολή του ισχύοντος καθεστώτος για το μάθημα της γυμναστικής και επομένως την ικανοποίηση των φοιτητών, «διότι κίνδυνος είναι να ενθαρρυνθώσιν εκ τούτου παρά να αποτραπώσιν οι φοιτηταί.» (ό.π.).

Έξι χρόνια μετά τα «Ευαγγελικά», που κόστισαν την πτώση της Κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη, τα νέα επειδόσια περιορίστηκαν τελικώς εντός του Πανεπιστημίου και αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τις πρυτανικές και τις κυβερνητικές αρχές. Επεισόδιο σε μια μακρά σειρά κινητοποιήσεων και ταραχών, τα «γυμναστικά» συνδέθηκαν, όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε, με τη συγκυρία αλλά κυρίως, με τις γενικότερες στάσεις και νοοτροπίες του φοιτητικού σώματος, έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί στο 19ο αιώνα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

(1)   Στις εργασίες που αφορούν στο ελληνικό φοιτητικό κίνημα την περίοδο που μας απασχολεί, τα «γυμναστικά» είτε δεν εξετάζονται καθόλου (όπως στα έργο του Λάζου, 1987), είτε αναφέρονται τα γεγονότα με συνοπτικό και περιγραφικό τρόπο (βλ. την εργασία του Γιάνναρη, 1993, σ.305-306).

(2)   Έχει προηγηθεί η εισαγωγή, από την Κυβέρνηση Χ. Τρικούπη, το 1880, της γυμναστικής στα γυμνάσια και ένα χρόνο μετά στα ελληνικά σχολεία. (Κουλούρη, 1997, σ.55-56).

(3)   Με το ψήφισμα της 21ης Σεπτεμβρίου 1862 εισήχθη η σκοποβολή στο Πανεπιστήμιο και δημιουργήθηκε η φοιτητική φάλαγγα, η οποία διαλύθηκε δύο χρόνια αργότερα, ενώ προσπάθειες για την ανασύστασή της έγιναν δέκα χρόνια μετά (Λάζος, 1989). Ειδικότερα, για την ιστορία της φάλαγγας βλ. Λάζος, 1980.

(4)   Πρόκειται για μία σειρά μαθημάτων τα οποία οι φοιτητές όφειλαν να παρακολουθούν και να εξετάζονται, θεσμός που είχε νομοθετηθεί με το ιδρυτικό Κανονισμό του Πανεπιστημίου (Διάταγμα της 14ης Απριλίου 1837, άρθρο 7).

(5)   Με πρόταση του Ι. Ευταξία, η Σύγκλητος συγκρότησε τριμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τον αρχιτέκτονα του Πανεπιστημίου, το διευθυντή του ακαδημαϊκού γυμναστηρίου, και τον «ειδικώς εν Ευρώπη περί τα γυμναστικά σπουδάσαντος» Ι. Χρυσάφη, προκειμένου να συντάξει τον προϋπολογισμό και το σχέδιο για το Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο στο πανεπιστημιακό γήπεδο πίσω από το Χημείο, τα οποία και κατατέθηκαν στον υπουργό Παιδείας, Σπ. Στάη. (Συνεδρία 8η, 10/1/1904, Συνεδρία 10η, 21/2/1904. Στα Πρακτικά Συγκλήτου 1902-1905, τ.21, σ.274, 289).

(6)   Το 1907 δημοσιεύτηκε στη Γαλλία μία σειρά εγκυκλίων του Υπουργείου Παιδείας για τη δημιουργία σχολικών σκοπευτικών συλλόγων σε όλα τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα (Κουλούρη, 1997, σ.69-70, υποσημείωση 91).

(7)   Παρά την πρυτανική έκκληση να διαλυθεί «ησύχως» το φοιτητικό πλήθος, οι φοιτητές «αποτελέσαντες πολυπληθή και θορυβώδη διαδήλωσιν» έφτασαν στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο, αποδοκιμάζοντας τον Αρβανίτη. Εκεί βρέθηκαν αντιμέτωποι με μία στρατιωτική ζώνη από 20 χωροφύλακες, που δεν επέτρεψε την είσοδό τους στο Γυμναστήριο (Ακρόπολις, 23/11/1907).

(8)   Με εισαγγελική εντολή ανακρίθησαν ο Αρβανίτης, ο γυμναστής Οικονομόπουλος, ο γραμματέας Αδαμόπουλος και οι φοιτητές που είχαν απαρτίσει την «προσωρινή επιτροπή», διεξάγοντας τις διαπραγματεύσεις για τη λύση του «Γυμναστικού ζητήματος». Στις 24 Νοεμβρίου, ο ανακριτής, εξέτασε τους φοιτητές Ιω. Σκληρό, Ιω. Μιχαλόπουλο, Β. Λειβαδά και Α. Τσόλη (Ακρόπολις, 23/11/1907 και Ακρόπολις, 25/11/1907β).

(9)   Κλήθηκαν από την επιτροπή των κοσμητόρων οι φοιτητές Θ. Θεοδωρίδης, Γεώργιος και Δημήτριος Αναγνωστόπουλος, Αργυρόπουλος, Π. Στασινόπουλος, Θ. Λαμπρινόπουλος, Ραζηκότσικας, Συρμακέζης, Απόστολος, Χρ. Γαρδικιώτης, Ιω. Σκληρός, Ιω. Μιχαλόπουλος, Ιωάννης και Σπυρίδων Φαραντάτος, Β. Λειβαδάς, Α. Μοσχοβίτης και Α. Τσόλης. (Ακρόπολις, 1/12/1907).

(10)  Ο φοιτητής της φαρμακευτικής Δ. Λαμπρινόπουλος, συνέστησε στους φοιτητές «ως μόνον μέσον της επιτυχίας του σκοπού των την γενικήν απεργίαν των Πανεπιστημιακών μαθημάτων», καταλογίζοντας την υπαιτιότητα της απεργιακής κινητοποίησης των φοιτητών στον πρύτανη και στον υπουργό Παιδείας «διά της στάσεώς των». «Μετριοφρονέστερος» ο Γ. Παπανδρέου, πρότεινε την εκλογή μιας επιτροπής εκ δύο τελειοφοίτων κάθε σχολής, για να συντάξει υπομνήματα προς τον υπουργό Παιδείας και τον πρύτανη, στα οποία θα ζητούσαν πάλι τη μεταβολή της γυμναστικής και την απόλυση του Αρβανίτη, σημειώνοντας: «Εάν δε και τότε οι αρμόδιοι δεν φροντίσωσιν περί τούτων, αλλά τους διαβεβαιώσωσιν εκ νένου περί της αγάπης μεθ’ ης πατρικώς προς αυτούς φέρονται, τότε να καταφύγωσιν εις το έσχτον μέσον της απεργίας.» (Ακρόπολις, 3/12/1907).

(11)  Από την περιγραφή των γεγονότων στην εφημερίδα Ακρόπολις: «Η θύρα υπεχώρησε και η αίθουσα κατελήφθη ηρωικότατα. Μπαστούνια και ομβρέλλαις απειλούσαι να τους ταις βρέξουν ηγέρθησαν ζητούντα: -Να διακοπή το μάθημα. Ο κ. Καρολίδης δεν εφαίνετο διατεθειμένος να υπακούση εις την διαταγήν και οι πέντε ‘πιστοί’ εφαίνοντο συμφωνούντες με τον καθηγητήν των. -Να διακοπή το μάθημα! Τότε πετιέται ένας από τους πέντε Παλαμνιώτης ονομαζόμενος και τους φωνάζοι ότι ‘αυτοί δεν φεύγουν και ότι εννούν να μείνουν’. Εκατό μπαστούνια και ομβρέλλες κατέπεσαν κατά της απειθούς κεφαλής και κατέρριψαν κάτω αιμόφυρτον τον ατυχή φοιτητήν» (Ακρόπολις, 4/12/1907).

(12)   Στο ψήφισμά τους οι φοιτητές ευχαριστούν «διά την επίσημον απόδειξιν της υφ’ απασών των συνελεύσεων διατυπωθείσης αληθείας, ότι πρωταίτιοι δεν υπάρχουν. […] και παρακαλούμεν θερμώς, όπως εν τη διακρινούση υμάς φιλοστόργω μερίμνη πάσαν καταβάλητε προσπάθειαν προς άρσιν του επικειμένου Διατάγματος επαφιεμένης της γυμναστικής εις την εκτίμησιν των φοιτητών. Εκφράζομεν και πάλιν μυχίας παρακλήσεις, όπως επέλθη η ταχεία απομάκρυνσις του Διευθυντού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου του τόσας δυσαρέστους σκηνάς προκαλέσαντος. Παρακαλούμεν και ελπίζομεν, ότι τάχιστα θα εκπληρωθώσι τα δίκαια ημών αιτήματα, εκλειπούσης πάσης δυσαρεσκείας» (Ακρόπολις, 4/12/1907).

(13)   Η Σύγκλητος, ενημερωμένη για την πρόθεση της κυβέρνησης να καταλάβει στρατιωτικώς το Πανεπιστήμιο, αποφάσισε εκτός από τη δεκαπενθήμερη διακοπή των μαθημάτων, να παρακαλέσει την κυβέρνηση «όπως λάβη όσα νομίζει κατάλληλα μέτρα προς ασφάλειαν του Πανεπιστημίου.» (Συνεδρία Θ΄, 4/12/1907. Στα Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, τ.23, σ.37-38).

(14)  Ο πρωθυπουργός, Γ. Θεοτόκης αναφερόμενος στις κυβερνητικές ενέργειες για την αντιμετώπιση της επικείμενης κατάληψης του Πανεπιστημίου από τους φοιτητές, σημειώνει: «Έδωκα αμέσως διαταγάς εις την αστυνομίαν, όπως καταλάβη το Πανεπιστήμιον, ίνα εμποδίση την κατάληψιν ταύτην∙ και συνεπεία της διαταγής ταύτης της δοθείσης υπό της Κυβερνήσεως η αστυνομία κατέλαβε το Πανεπιστήμιον, [...] Δεν ελήφθη υπ’ όψει ότι ήτο δυνατόν να καταληφθή το Ανατομείον [...]» (Ακρόπολις, 5/12/1907β).

(15)  Ο αρθρογράφος της εφημ. Ακρόπολις αναφέρει, ότι στην άρνηση των φοιτητών να ανοιχτεί η πόρτα για να καταλάβει η αστυνομία το Ανατομείο, «οι χωροφύλακες θέσαντες φυσίγγια εις τα όπλα των, προέτειναν τας λόγχας και ήσαν έτοιμοι να πυροβολήσουν.» (Ακρόπολις, 5/12/1907α).

(16)  Με γραφικό τρόπο παρουσιάζει ο ημερήσιος τύπος τον τρόπο που γίνονταν οι συλλήψεις: «Νοστιμώτατα είνε τα μέσα τα οποία μετέρχεται η αστυνομία προς σύλληψιν των καταδιωκομένων φοιτητών. Εις όλα τα φοιτητικά κέντρα αστυφύλακες ενδεδυμένοι λιμοκοντορικώτατα παραμονεύουν, αφελέστατα, περιμένοντες τα θύματά των. Εν τούτοις όμως όλοι οι έχοντες μύιγαν φοιτηαί έλαβον τα μέτρα των να κρυφθούν ή να φύγουν διά τας πατρίδας των.» (Ακρόπολις, 8/12/1907).

(17)  Εντάλματα σύλληψης εκδόθηκαν για τους: Θ. Θεοδωρίδη, Χ. Μαγιάκο, Α. Κουτσοπέταλο, Ιω. Βουβόπουλο, Ν. Ανδριτσάκη, Σπυρόπουλο, Π. Σπηλιόπουλο, Αλ. Οικονομόπουλο, Ν. Μποσίνη, Κ. Πιπερίδη, Ευστράτιο, Χρ. Γαρδικιώτη, Α. Μοσχοβίτη, Ιω. Φαραντάτο, Αδημόπουλο, Αναγνωστόπουλος, Μενάρδος. Εξεδόθησαν εντάλματα προφυλάκισης κατά των φοιτητών: Π. Καζάκου, Ιω. Αλεξανδρή, Γ. Παπανδρέου, Φιλ. Αλευρόπουλου (ο οποίος απεδείχθη ότι χτύπησε τον Παλαμνιώτη), Π. Στασινόπουλου, Δ. Λαμπρινόπουλου, Δ. Νισσανίδου, ο οποίος, σύμφωνα με τη δικαστική αρχή είναι «ο κυριώτατος ένοχος της καταστροφής των καταλόγων του Ακαδ. Γυμναστηρίου» (Γ. Αγγελόπουλος, Συνεδρία ΙΒ΄, 17/12/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.56). Σύμφωνα με την εφημ. Ακρόπολις, στις 8 Δεκεμβρίου 1907 αποφασίστηκε η προφυλάκιση των συλληφθέντων φοιτητών Γ. Παπανδρέου και Φιλ. Αλευρόπουλου, Π. Καζάκου, Δ. Λαμπρινόπουλου και Ιω. Αλεξανδρή. Διατάχθηκε η μεταφορά τους στις φυλακές. Όσοι ήταν μικρότεροι των 20 ετών θα προφυλακίζονταν στο «Εφηβείον», οι άλλοι στις φυλακές Συγγρού και Παλ. Στρατώνος (Ακρόπολις, 9/12/1907). Επίσης, βλ. Ακρόπολις 6/12/1907, Ακρόπολις 8/12/1907, Ακρόπολις, 17/12/1907. Συνεδρία ΙΑ΄, 8/12/1907 και Συνεδρία ΙΒ΄, 17/12/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, τ.23, σ.40-41, 55-56.

(18)  Ο Γ. Παπανδρέου φυλακίστηκε για 27 ημέρες στις φυλακές «Αβέρωφ» (Μπουζάκης, 1997, σ.22).

(19)  Επέβαλε ποινή αποβολής ενός έτους στο φοιτητή της Ιατρικής Χ. Μαγιάκο και στους φοιτητές της Νομικής Φιλ. Αλευρόπουλο και Ν. Λαμπρούλια (Συνεδρία ΙΑ΄, 8/12/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.41).

(20)  Η αίτηση γίνεται από τους φοιτητές Γ. Παπανδρέου, Φιλ. Αλευρόπουλο, Δ. Λαμπρινόπουλο, Μ. Μποσίνη, Χ. Μαγιάκο και Ν. Λαμπρούλια (Συνεδρία ΙΔ΄, 9/2/1908. Στα Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.71).

(21)  «Στην Ελλάδα, το καφενείο εμφανίζεται ανταγωνιστικό προς το γυμναστήριο ως προς την κατανάλωση του ελεύθερου χρόνου, συμβολίζοντας εξίσου ανταγωνιστικές αξίες.» (Κουλούρη, 1997, σ.68).

(22) Τον Οκτώβριο του 1903 τελειόφοιτοι όλων των Σχολών, με αίτησή τους προς το Υπουργείο Παιδείας, ζητούσαν να γίνουν δεκτοί στις διδακτορικές εξετάσεις, χωρίς την προσαγωγή αποδείξεων ότι εξετάσθηκαν στο μάθημα της γυμναστικής. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου, στην οποία ο υπουργός Παιδείας, Δημήτριος Ράλλης, γνωστοποίησε τη φοιτητική αυτή αναφορά, αποδέχτηκε για το θέμα αυτό, μία «επιεική οδόν» (Πρακτικά Συγκλήτου 1902-1905, σ.246). Το ζήτημα της σωματικής άσκησης απασχόλησε ιδιαιτέρως, τους ιερωμένους, φοιτητές της Θεολογικής Σχολής, οι οποίοι το Φεβρουάριο του 1906 ζήτησαν την απαλλαγή τους από το μάθημα της γυμναστικής (Συνεδρία Θεολογικής Σχολής, 1/2/1906. Πρακτικά Θεολογικής Σχολής, 1904-1916, σ.25).

(23) Όπως υποστήριξαν οι φοιτητές στη συγκέντρωσή τους στις 20/11/1907 και αναφέρει ο Μ. Κατσαράς (Συνεδρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, σ.27).

(24) Το 1871 εισάγονται με βασιλικό διάταγμα, υποχρεωτικά οι στρατιωτικές ασκήσεις στα ελληνικά σχολεία και στα γυμνάσια για τους άνω των 14 ετών μαθητές, ενώ το 1876 επιβάλλεται ο «Στρατιωτικός κανονισμός των μαθητών των γυμνασίων του κράτους», ενέργειες όμως, που δε θα έχουν διάρκεια. Το 1880 το μάθημα της γυμναστικής καθιερώνεται ως υποχρεωτικό στη μέση εκπαίδευση, ενώ το 1883 με το νόμο ΑΡΙΘ΄ εισάγεται εκ νέου η υποχρεωτική στρατιωτική άσκηση στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου (πρόγραμμα του 1884), ενώ την ίδια περίοδο δημοσιεύται πάλι ένας «Στρατιωτικός κανονισμός των μαθητών των γυμνασίων του κράτους» από την Κυβέρνηση Χ. Τρικούπη. (Βλ. Κουλούρη, 1997 και Καρανταΐδου, 2000).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Ακρόπολις, 21/11/1907, «Οι φοιτηταί ανάστατοι. Κάτω η γυμναστική. Χαίρε γυμναστήριον».

Ακρόπολις, 22/11/1907α, «Η φοιτητική εξέγερσις. Τι έγινε εχθες».

Ακρόπολις, 22/11/1907β, «Προς τιμήν και χάρμα των Ελλήνων φοιτητών».

Ακρόπολις, 23/11/1907, «Το χθεσινόν συλλαλητήριο των φοιτητών. Ο λόγος του κ. Κατσαρά».

Ακρόπολις, 25/11/1907α, «Φοιτητική εξέγερσις. Οι φοιτηταί ενώπιον του υπουργού της Παιδείας».

Ακρόπολις, 25/11/1907β, «Αι ανακρίσεις διά τα φοιτητικά».

Ακρόπολις, 1/12/1907, «Αι ανακρίσεις της Συγκλήτου διά τα πανεπιστημιακά».

Ακρόπολις, 3/12/1907, «Η χθεσινή φοιτητική συγκέντρωσις. Το Πανεπιστήμιον απεργούν».

Ακρόπολις, 4/12/1907, «Αι χθεσιναί ταραχαί των φοιτητών. Σπασίματα θυρών και κεφαλιών. Το κλείσιμο του Πανεπιστημίου».

Ακρόπολις, 5/12/1907α, «Η χθεσινή εξέγερσις των φοιτητών. Φοιτηταί πυροβολούντες και πυροβολούμενοι. Η κατάληψις του Ανατομείου. Το Πανεπιστήμιον έκλεισε. Αποβολή φοιτητών».

Ακρόπολις, 5/12/1907β, «Η Βουλή. Η εξέγερσις των φοιτητών».

Ακρόπολις, 5/12/1907γ, «Οι κύριοι φοιτηταί».

Ακρόπολις, 6/12/1907, «Η χθεσινή ημέρα των φοιτητών. Έκδοσις 20 ενταλμάτων».

Ακρόπολις, 8/12/1907, «Τα πανεπιστημιακά».

Ακρόπολις, 9/12/1907, «Τα φοιτητικά. Σύλληψις και άλλων φοιτητών».

Ακρόπολις, 17/12/1907, «Αι ανακρίσεις διά τα φοιτητικά. Και άλλες συλλήψεις».

Γιάνναρης, Γ. (1993). Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία. Τόμος Α΄. Αθήνα: Εκδόσεις Το Ποντίκι.

Διάταγμα της 8ης Αυγούστου 1899 «περί οργανισμού του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου». Στο Νόμοι και διατάγματα περί Εθνικού Πανεπιστημίου από του έτους 1895-1900 εκδιδόμενα επί της Πρυτανείας Κ. Μητσοπούλου δαπάνη του Πανεπιστημίου. (1901). Αθήνησιν: Εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου.

Διάταγμα της 14ης Απριλίου 1837 «περί προσωρινού κανονισμού του εν Αθήναις συστηθησομένου Πανεπιστημίου». Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αριθ. 16, 24/4/1837.

Διάταγμα της 31ης Ιανουαρίου 1900 «περί εξετάσεων εις την Γυμναστικήν των δευτεροετών φοιτητών του Εθνικού Πανεπιστημίου και των μαθητών της Β΄ τάξεως της Σχολής των Βιομηχάνων Τεχνών». Στο Νόμοι και διατάγματα περί Εθνικού Πανεπιστημίου από του έτους 1895-1900 εκδιδόμενα επί της Πρυτανείας Κ. Μητσοπούλου δαπάνη του Πανεπιστημίου. (1901). Αθήνησιν: Εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου.

Διάταγμα της 13ης Μαΐου 1904 «Περί ανεγέρσεως Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου εκ του κληροδοτήματος Δ. Δωρίδου». Στο Νόμοι και διατάγματα περί του Εθνικού Πανεπιστημίου (από του έτους 1900-1906) εκδιδόμενα επί της Πρυτανείας Γ. Ν. Χατζιδάκι δαπάνη του Πανεπιστημίου. (1906). Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου.

Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής. (1899). Παράρτημα.

Καρανταΐδου, Μ. Α. (2000). Η φυσική αγωγή στην ελληνική μέση εκπαίδευση (1862-1990) και ιδρύματα εκπαίδευσης γυμναστών (1882-1982). Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε.

Κατσαράς, Μ. Κ. (1909). Λογοδοσία αναγνωσθείσα τη 1η Μαρτίου 1909. Στο Εθνικόν Πανεπιστήμιον. Τα κατά την Πρυτανείαν Μιχαήλ Κ. Κατσαρά τακτικού καθηγητού της Νευρολογίας και των φρενιτίδων νόσων και διευθυντού της εν τω Αιγινητείω νευρολογικής κλινικής πρυτανεύσαντος κατά το ακαδημαϊκόν έτος 1907-1908. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου.

Κουλούρη, Χ. (1997). Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικότητας. Γυμναστικά και αθλητικά σωματεία 1870-1922. Αθήνα: Εκδόσεις ΙΑΕΝ.

Λάζος, Χ. Δ. (1980). Ιστορία της πανεπιστημιακής ή φοιτητικής φάλαγγας. Αθήνα: Εκδόσεις Χρυσή τομή.

Λάζος, Χ. (1987). Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821-1973. Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση.

Λάζος, Χ. (1989). Ένοπλα φοιτητικά σώματα (1862-1897). Η περίπτωση της «πανεπιστημιακής φάλαγγας». Στο Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές. Τόμος Α΄. Αθήνα: Εκδόσεις ΙΑΕΝ, σ.149-255.

Λάππας, Κ. (1997). Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα. (Διδακτορική διατριβή). Αθήνα. Τόμος ΙΙ.

Μπουζάκης, Σ. (1997). Γεώργιος Α. Παπανδρέου (1888-1968). Ο πολιτικός της Παιδείας. Τόμος Α΄: 1888-1932. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Νόμος ΒΧΚΑ΄ «περί γυμναστικής και γυμναστικών και αθλητικών συλλόγων» του 1899. Στο Νόμοι και διατάγματα περί Εθνικού Πανεπιστημίου από του έτους 1895-1900 εκδιδόμενα επί της Πρυτανείας Κ. Μητσοπούλου δαπάνη του Πανεπιστημίου. (1901). Αθήνησιν: Εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου.

Πρακτικά Συγκλήτου 1902-1905, τ.21.

Πρακτικά Συγκλήτου 1907-1909, τ.23.

Πρακτικά Θεολογικής Σχολής, 1904-1916, τ.8.

Χατζιδάκις, Γ. Ν. (1907). Λογοδοσία αναγνωσθείσα τη 14 Ιανουαρίου 1907. Στο Εθνικόν Πανεπιστήμιον. Τα κατά την Πρυτανείαν Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι τακτικού καθηγητού της Γλωσσολογίας πρυτανεύσαντος κατά το ακαδημαϊκόν έτος 1905-1906. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου.