Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΡΟΖΑ ΙΜΒΡΙΩΤΗ - ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

 

Χρύσα ΧρονοποΥλου
 Δρ. Φιλοσοφίας

 

 

 

Σ’ αυτούς που προτάσσουν το ταλέντο στην κοινωνική καταξίωση, εμείς αντιπροτείνουμε τη πάθος και την πίστη στο όραμα. Έτσι η Ρόζα Ιμβριώτη κέρδισε τη θέση της στο πάνελ των σπουδαίων προοδευτικών παιδαγωγών της ελληνικής πραγματικότητας του 20ου αιώνα με όπλα της το πάθος και την πίστη. Πάθος και πίστη στη δύναμη της εκπαίδευσης, καθώς και στην επιρροή που μπορεί αυτή να ασκήσει πάνω στον άνθρωπο με σκοπό τον εξανθρωπισμό του και επέκεινα την ανθρωποποίηση της κοινωνίας. 

Τα φοβερά γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. (πτώχευση, σταφιδικό, Λαυρεωτικά, ελληνοτουρκικός πόλεμος κ.λ.π.), επανέφεραν το αίτημα ανανέωσης σχολείου και κοινωνίας στο ελληνικό πολιτικό προσκήνιο, επιτάχυναν τις εξελίξεις και το 1910 οδήγησαν στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Παράλληλα συνέτειναν στην εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών και στη συσπείρωση των προοδευτικών διανοουμένων στον δύσκολο αγώνα του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης με βασικό αίτημα την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας και γενικότερα την ανανέωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στη βάση του κινήματος της Νέας Αγωγής.

        Στο κλίμα της αναγεννητικής αυτής προσπάθειας γεννήθηκε η Ρόζα Ιμβριώτη στην Αθήνα το 1898. Ξεκίνησε τη ζωή της μέσα σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον οικονομικά ευκατάστατο και πνευματικά προοδευτικό κάτω από την προστασία του πατέρα της Νίκου Ιωάννου, που ήταν καθηγητής φιλόλογος, και τη στοργική φροντίδα της «τετράξανθης» μητέρας της. Η ίδια για τους γονείς της έχει δηλώσει πως για εκείνη ήταν τα «ιερά πρόσωπα που έφτιαξαν με γαλήνη και ηρεμία τη γερή βάση» της ζωής της[1].

Οι ζυμώσεις σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αι. αποτέλεσαν τον κοινωνικό περίγυρο, ο οποίος, εκτός από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, έδωσε με τη σειρά του ερεθίσματα, χάραξε προβληματισμούς και καθόρισε στη συνείδησή της τομείς δράσης, για να γράψει τη μελλοντική προσωπική της ιστορία. Είχε την ευκαιρία από πολύ νωρίς να γνωριστεί με αξιόλογους προοδευτικούς ανθρώπους, οι οποίοι διεύρυναν τον προβληματισμό της και την έφεραν σε επαφή με  τα   ευρύτερα  στρώματα  της ελληνικής κοινωνίας. Η παρουσία της στον «ιδεών τη χώρα», όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουμε, δηλώνεται το 1910 με τη δημοσίευση ποιημάτων της στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πινακοθήκη». Απόφοιτη του Αρσακείου το 1914 σε πολύ τρυφερή ηλικία μετά από πρόσκληση της Αύρας Θεοδωροπούλου θα διδάξει ελληνικά τις νεαρές εργάτριες στο Κυριακό Σχολείο Εργατριών και  θα έχει την ευκαιρία να βιώσει από κοντά την κοινωνική αδικία[2]. Στις εμπειρίες αυτές θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της πολύπλευρης δραστηριότητας που θα αναπτύξει αργότερα σε θέματα όπως η ανανέωση του σχολείου, ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η ισοτιμία των γυναικών, το δικαίωμα των παιδιών του λαού στη μόρφωση. Τα κοινωνικά αυτά προβλήματα από το 1917 θα γίνουν σταθερά σημεία των αναζητήσεών της και θα καθορίσουν τη δράση της ως το τέλος της ζωής της. 

 

Ι. Οι δραστηριότητες του Μεσοπολέμου.

 

Σπούδασε φιλολογία και το 1917 διορίστηκε ως τριτοβάθμια ελληνοδιδασκάλισσα στο 1ο Ελληνικό Σχολείο Θηλέων Αθηνών[3]. Το ενδιαφέρον της για την εκπαίδευση, την έφερε στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, σε ένα χώρο όπου οι ιδεολογικές συζητήσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο ήταν σε  διαρκή προτεραιότητα. Εκεί γνώρισε σπουδαίους προοδευτικούς παιδαγωγούς και διανοούμενους της χώρας και έζησε από κοντά τον αγώνα τους για την εκπαιδευτική και κοινωνική μεταρρύθμιση. Έτσι μετά την Αύρα Θεοδωροπούλου και τον κύκλο της, ο Δ. Γληνός και ο Αλ. Δελμούζος  με τον κύκλο του Ε.Ο. άσκησαν καταλυτική επίδραση στις ιδέες της με τις εκπαιδευτικές επιλογές τους και τις διακηρύξεις τους για το Σχολείο Εργασίας στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, που κέρδιζε έδαφος και φαινόταν ότι έδινε απαντήσεις σε πολλά κοινωνικά προβλήματα. Παράλληλα, θα συστρατευτεί στον αγώνα για τα δικαιώματα της γυναίκας στη μόρφωση, στην εργασία, στη συμμετοχή στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι.

Σταθμός στην πορεία της θα είναι η συμμετοχή της στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που επιτελείτο στο Μαράσλειο Διδασκαλείο το 1924[4]. Στο ανώτερο αυτό σχολείο  θα έχει την ελευθερία από το Διευθυντή του Μαρασλείου Δελμούζο να συνδυάσει από την έδρα τις αρετές του σχολείου εργασίας και τη διαλεκτική οπτική στη διδασκαλία της ιστορίας. Το ιστορικό πιστεύω της η παιδαγωγός αναπτύσσει σε μια σειρά άρθρων στο περιοδικό του Δ. Γληνού Αναγέννηση ως εξής: Ο σκοπός της ιστορίας στη Μέση εκπαίδευση, είναι να γνωρίσουν τα παιδιά τους νόμους και τη γένεση της σημερινής κοινωνίας. Επειδή όμως η σημερινή κοινωνία είναι και αυτή ένας σταθμός στην ανθρώπινη εξέλιξη, πρέπει ο καθηγητής που διδάσκει την ιστορία να δώσει την εξέλιξη αυτή στο σύνολό της με έμφαση στα σημεία που βοηθούν τα παιδιά να συνειδητοποιήσουν την «έννομη πορεία της». Έτσι θα κατορθώσει το παιδί να «στηρίξει ιστορικά» το παρόν και να το γνωρίσει. Η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού απαιτεί και ένα ορισμένο πλάτος. Αφού ο σκοπός ορίζει να γνωρίσει το παιδί την ανθρώπινη πορεία στο χρόνο και τον τόπο, δεν είναι δυνατόν να περιορίσει τον ορίζοντά του μόνο σε ένα επίπεδο ζωής, πολιτικό ή πολεμικό για παράδειγμα. Είναι απαραίτητο να πάρει ολόκληρη τη ζωή της ανθρωπότητας εξελικτικά σε όλα της τα επίπεδα και στα υλικά και στα πνευματικά. Ως εκ τούτου θα εξετάσει τα διάφορα γεγονότα αλυσιδωτά κατά τη λογική τους συνάφεια, ώστε να μη χάσει ο μαθητής το σύνολο της ζωής. Τέλος, δεν θα παραλείπεται η συνολική ζωή της κάθε χώρας να τοποθετείται στη συνολική εξέλιξη της ανθρωπότητας, σε μια πορεία από το κέντρο προς την περιφέρεια[5].

Στις πρωτοποριακές για τα δεδομένα της εποχής διδακτικές πρωτοβουλίες της η εύθραυστη αστική τάξη θα βάλει φρένο δημιουργώντας τα «Μαρασλειακά». Η διδασκαλία της ιστορίας μέσα από τις πηγές στο πνεύμα του μαρξισμού και η δραστηριοποίηση των εφήβων στην αναζήτηση του πυρήνα του ιστορικού γίγνεσθαι με συνέπεια τη δυνατότητα καλλιέργειας ιστορικοκριτικής σκέψης, ενόχλησαν την εξουσία. Ο φόβος της εξάπλωσης των κομμουνιστικών ιδεών μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την καταβαράθρωση της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στην ανατροπή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που επιχειρείτο στο Μαράσλειο και στην απόλυση της Ιμβριώτη από τη Μέση Εκπαίδευση το Φεβρουάριο του 1926[6]. Η πολυεπίπεδη δράση της θα διακοπεί το φθινόπωρο του 1927 όταν μαζί με τον Ιμβριώτη θα φύγει για τη Γερμανία και θα παραμείνει στο Βερολίνο ως τον Αύγουστο του 1930.  Η παραμονή και οι σπουδές της σε  μια  χώρα  που οι εκπαιδευτικοί πειραματισμοί βρίσκονταν σε διαρκή προτεραιότητα, θα πλουτίσουν τον προβληματισμό της σχετικά με τις εξελίξεις στο μέτωπο της Προοδευτικής Εκπαίδευσης. Η  επικράτηση των βενιζελικών δυνάμεων το 1928 και η ανάληψη του Υπουργείου Παιδείας από το Γεώργιο Παπανδρέου θα τις ανοίξουν πάλι τις πόρτες της Μέσης Εκπαίδευσης και θα την ξαναφέρουν στην Ελλάδα. Αξιοπαρατήρητο είναι ότι για όλη τη δεκαετία του ’30 θα μείνει μακριά από κάθε πολιτική δραστηριότητα, όχι όμως και εκπαιδευτική, συμμορφούμενη προς το ιδιώνυμο. Στο διάστημα αυτό θα αναγνωριστεί η ως τότε προσφορά της στην εκπαίδευση, θα συνεκτιμηθούν οι σπουδές και οι ικανότητές της και θα είναι η πρώτη γυναίκα που το 1934 θα προαχθεί στο βαθμό του Γυμνασιάρχη και θα αναλάβει το γυμνάσιο του Κιλκίς[7]. Η προαγωγή αυτή έρχεται σαν δικαίωση των αγώνων της για την αναγνώριση των γυναικείων ικανοτήτων. Ο Ιμβριώτης, επισημαίνουμε εδώ, ήδη από το 1932 είναι υφηγητής στην έδρα της ψυχολογίας της Φιλοσοφικής της Θεσσαλονίκης.

Η επικράτηση του Μεταξά το 1936 την απομάκρυνε από το σχολείο, αλλά δεν την απέλυσε. Η μη απόλυσή της σε μια εποχή εκφασισμού της χώρας, κατά την οποία ο αντικομμουνιστικός μηχανισμός του Μανιαδάκη εκτόπιζε σημαντικούς της φίλους όπως το Γληνό, δημιουργεί όντως ερωτηματικά. Δεν μειώνει όμως στο ελάχιστον το έργο και την προσφορά της στην ελληνική κοινωνία και στην ελληνική εκπαίδευση. Απαίτησε όμως ο δικτάτορας από την παιδαγωγό να παραμείνει μακριά από τους εφήβους, για να μη τους μυεί στις σοσιαλιστικές ιδέες. Η στάση του αυτή θα της καλλιεργήσει την ιδέα της ίδρυσης σχολείου για παιδιά με νοητική υστέρηση. Για τους δικούς της λόγους θα το προτείνει στον δικτάτορα. Αυτός πάλι για τους δικούς του λόγους θα δεχτεί την πρόταση. Έτσι από το Μάρτιο του 1937 ως τον Οκτώβριο του 1940 θα λειτουργήσει στην Καισαριανή το Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών, το οποίο θα οργανώσει η παιδαγωγός και θα διευθύνει ως το 1946, οπότε και θα απολυθεί οριστικά λόγω της συμμετοχής της στην Εθνική Αντίσταση και την επίσημη ένταξή της στο ΚΚΕ. Η ίδρυση και οργάνωση του ΠΕΣΑ είναι μια μεγάλη απόδειξη των ικανοτήτων της παιδαγωγού και της ευφυΐας της στο να συνδυάζει άριστα τη θεωρία με την πράξη. Εκεί εφαρμόστηκαν οι αρχές της προοδευτικής εκπαίδευσης και μυήθηκαν σ’ αυτές και οι δάσκαλοι, οι οποίοι κάτω από την εποπτεία της κλήθηκαν να διδάξουν τα ειδικά παιδιά. Έγινε ένας άριστος συνδυασμός των παιδαγωγικών επιταγών της Μοντεσσόρι, του Πεσταλότσι, του Ντεκρολύ. Εφαρμόστηκαν πρωτοποριακές μέθοδοι διδασκαλίας με κυρίαρχη την Ενιαία Συγκεντρωτική Διδασκαλία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του Ειδικού Σχολείου[8]. Στην κατοχή μας βρίσκεται ένα μικρό υλικό από τα προγράμματα του ΠΕΣΑ, τα οποία είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει η κα Αναστασία Καλαντζή - Ασίζη από το αρχείο του πατέρα της Κώστα Καλαντζή, βασικού συνεργάτη της Ιμβριώτη στο Σχολείο της Καισαριανής. Πληροφορηθήκαμε όμως με λύπη μας ότι σημαντικό και αξιόλογο υλικό από την εκπαιδευτική εργασία που γινόταν εκεί, προϊόν μελέτης και εμπειρίας του διδακτικού προσωπικού και της διευθύντριας καταστράφηκε ως άχρηστο από τη διάδοχο της Ιμβριώτη, μετά την απόλυση της παιδαγωγού.

Αρθρογραφία του μεσοπολέμου. Την προβληματική της θεματογραφίας της χωρίσαμε σε θέματα παιδείας και θέματα κοινωνίας. Άρθρα της δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά: Ελληνίς, Αγώνας της Γυναίκας, Εργασία, Αναγέννηση και Νέα Αγωγή.  Επίσης στα Δελτία της ΟΛΜΕ, στα περιοδικά Παιδεία του Μ. Κουντουρά, Παιδαγωγική του Σωτηρίου και σε εφημερίδες τη εποχής. Δημοσίευσε επίσης τα βιβλία: Η Αθηναία στον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. Εκδ. Αθηνά, 1922, Η γυναίκα στο Βυζάντιο, εκδ. Οίκος «Αθηνά» Α. Ράλλη, Αθήνα 1923, Η διαλεκτική του Χέγκελ, Τυπογρ. Μ. Τριανταφύλλου και ΣΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 1933, Ανώμαλα και καθυστερημένα παιδιά. Πρώτος χρόνος του ΠΕΣΑ, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 1939.

Η δύσκολη δεκαετία ’40-50. Το αγωνιστικό τρίπτυχο της Κατοχής και της Αντίστασης «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» θα την οδηγήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο από την ίδρυσή του και θα λάβει μέρος σ’ όλες τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Σημαντική ήταν η συμμετοχή της και στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) και στη Γραμματεία της Παιδείας της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), όπου μαζί με τους παιδαγωγούς Σωτηρίου και Παπαμαύρο θα εκπονήσουν υπό την καθοδήγηση και έμπνευση του Γληνού το «Σχέδιο μιας Λαϊκής Παιδείας», που αποτελεί την εκπαιδευτική μεταρρυθμιστική πρόταση της ΠΕΕΑ, ενόψει της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, που προσδοκούσαν να προκύψει[9]. Το εκπαιδευτικό αυτό «Σχέδιο» θα αποτελέσει από το ’50 και μετά τον καμβά, πάνω στον οποίο θα σχεδιάσουν τις εκπαιδευτικές τους προτάσεις οι αριστερές δυνάμεις του τόπου.

Ως παιδαγωγός στη Γραμματεία της Παιδείας της ΠΕΕΑ και με προτροπή του Πέτρου Κόκκαλη θα αναλάβει την οργάνωση και λειτουργία του Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου της Τύρνας[10]. Τα παιδαγωγικά φροντιστήρια που δημιουργήθηκαν από την ΠΕΕΑ σε συνθήκες κατοχής λίγο πριν την απελευθέρωση, σκοπό είχαν την ταχύρυθμη εκπαίδευση και προετοιμασία δασκάλων, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα δημοτικά σχολεία μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής. Οι σπουδαστές των φροντιστηρίων αυτών ήταν νέοι και νέες επονίτες, γαλουχημένοι στις σοσιαλιστικές ιδέες και κατά την κρίση των παιδαγωγών της ΠΕΕΑ κατάλληλοι για την προετοιμασία και ανάληψη παιδευτικού έργου. Το φροντιστήριο, το οποίο ανέλαβε και οργάνωσε η Ρόζα Ιμβριώτη στην αρχαία Ελάτη λειτούργησε για τέσσερις μήνες και η προσφορά του ήταν θετική, όπως μας μαρτύρησαν απόφοιτοι αλλά και δάσκαλοι του φροντιστηρίου, οι οποίοι κλήθηκαν να πλαισιώσουν στο πλάι της τον ιερό σκοπό.

Μετά την απελευθέρωση, μέλος πλέον του ΚΚΕ, θα συνεργαστεί με την «επιστημονική εταιρεία μελέτης νεοελληνικών προβλημάτων», «Επιστήμη -Ανοικοδόμηση» (ΕΠ-ΑΝ), κυρίως σε θέματα της αρμοδιότητάς της. Για την περαιτέρω προώθηση των εκπαιδευτικών προβλημάτων, θα πρωτοστατήσει στην επανίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Παράλληλα, συνεπής στην απόφαση του ΚΚΕ θα συνεργαστεί για τη δημιουργία γυναικείου τμήματος με την ονομασία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Γυναικών» (ΠΟΓ) και στην ίδρυση του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου (Ε/Σ).

Η αρθρογραφία των ετών ’40-’50. Όλη αυτή η δραστηριότητα θα συνοδευτεί από μια πλούσια αρθρογραφία με θέματα παιδαγωγικά, πολιτικά και θέματα σχετικά με την ψυχολογία του παιδιού μετά τον πόλεμο, με την προστασία μητέρας και παιδιού και την κοινωνική καταξίωση της γυναίκας. Αρθρογραφεί στα περιοδικά: Νέα Ζωή, Καλλιτεχνικά Νέα, Ελληνίδες, Νέα Γενιά και Ελεύθερα Γράμματα. Στις εφημερίδες: Ριζοσπάστης και Ρίζος της Δευτέρας, ως την ημέρα που θα πάρει το δρόμο της εξορίας, για να πληρώσει το τίμημα, όχι μόνο της αντιφασιστικής και αντιστασιακής της δράσης κατά την Κατοχή, αλλά και γιατί στο εξής και ως το τέλος της ζωής της θα δίνει τους πολιτικούς και παιδαγωγικούς της αγώνες επίσημα ως μέλος του ΚΚΕ.

Στην εξορία. Η Ιμβριώτη ξεκίνησε το ταξίδι της στην εξορία την Άνοιξη περίπου του 1948 με πρώτη στάση τη Χίο και το τελείωσε το 1951 στο Τρίκερι. Στην εξορία η παιδαγωγός έδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή στα βασανιστήρια και δεν υπέκυψε στις πιέσεις να αποκηρύξει τις ιδέες της. Σταθερή στις πολιτικές της πεποιθήσεις εμπνεύστηκε και έβαλε σε εφαρμογή ένα μορφωτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης για τις συνεξόριστες. Ο στόχος της λειτουργίας αυτού του «σχολείου» ήταν πολλαπλός[11]. Απέβλεπε αρχικά να μάθουν γράμματα οι αναλφάβητες και οι αγράμματες, να αναπληρώσουν τα χαμένα σχολικά τους χρόνια όσες ο εμφύλιος και η εξορία υποχρέωσε να διακόψουν τις σπουδές τους, να προετοιμαστούν για περαιτέρω σπουδές όσες είχαν ανάλογες φιλοδοξίες. Η άτυπη αυτή μαθητεία δεν περιορίστηκε μόνο στη μετάδοση γνώσεων. Συνοδεύτηκε παράλληλα από ένα πλούσιο πολιτιστικό πρόγραμμα, το οποίο απέβλεπε στην υποστήριξη του φρονήματος των εξορίστων, στην ενίσχυση του ηθικού τους και κυρίως στην εμψύχωσή τους, ώστε να μη λυγίσουν στα βασανιστήρια και τις πιέσεις και υπογράψουν «δηλώσεις μετανοίας»[12].

Για την υλοποίηση του εκπαιδευτικού–εκπολιτιστικού προγράμματος συνεργάστηκε μια ομάδα από 52 αξιόλογες δασκάλες και των δύο βαθμίδων, οι οποίες είχαν εκτοπιστεί λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ[13]. Κάτω από την επίβλεψη της Ιμβριώτη, η οποία επιδίωξε και πέτυχε να έχει τον αρχικό και τελικό λόγο σε κάθε δραστηριότητα[14], με υπομονή και επιμονή η εκπαιδευτική ομάδα[15] κατάρτισε «Μορφωτικό Πρόγραμμα» κατάλληλο να καλύψει μεθοδικά και διαλεκτικά κατά το δυνατόν όλες τις ανάγκες των εκτοπισμένων για σωστή μόρφωση. Καθώς και ειδικό πρόγραμμα για τα μικρά παιδιά που συνόδευαν τις μητέρες στην εξορία[16].

Οι «εκπαιδευτικές», όπως τις αποκαλούσαν στο στρατόπεδο[17], δίδαξαν ανάγνωση και γραφή σε 230 περίπου αναλφάβητες και 380 αγράμματες. Έκθεση στη δημοτική γλώσσα, γραμματική, αριθμητική, γεωγραφία, ιστορία στις γυναίκες που είχαν εγκαταλείψει το δημοτικό σχολείο στις μεσαίες και τελευταίες τάξεις και ήταν περίπου 470. Σε 80 μαθήτριες γυμνασίου που υποχρεώθηκαν σε απομάκρυνση από το σχολείο και οδηγήθηκαν στην εξορία λόγω της συμμετοχής τους στην ΕΠΟΝ οι καθηγήτριες δίδαξαν τα αντίστοιχα μαθήματα κάθε τάξης ανάλογα με την ειδικότητά τους. Τέλος στις 15 απόφοιτες του Γυμνασίου που απέβλεπαν σε πανεπιστημιακές σπουδές μετά την απελευθέρωσή τους έγινε προσπάθεια προετοιμασίας για εισαγωγικές εξετάσεις[18]. Το εγχείρημα είχε επιτυχία και όπως ομολογούν όσες έζησαν την προσπάθεια από κοντά, «τα μαθήματα αυτά είχαν βαθύτατη απήχηση στο νου και στην καρδιά των γυναικών κι αγαπήθηκαν πολύ από τις εξόριστες. Γιατί παίρνανε απάντηση στις πολλές απορίες τους». Έτσι μας ομολόγησαν εξόριστες γυναίκες που συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί τους και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού την οργάνωση και αυτής της μαθητείας είχε αναλάβει η Ρόζα Ιμβριώτη.

 

ΙΙ. Οι δραστηριότητες από το ’51 ως το θάνατό της.

 

Η Ιμβριώτη έφυγε από το Τρίκερι λίγο πριν εκπνεύσει το 1951, ευνοημένη προφανώς από το μικρό δημοκρατικό διάλειμμα διακυβέρνησης της χώρας από το Νικόλαο Πλαστήρα[19]. Το βέβαιο είναι ότι η εξορία και οι ταλαιπωρίες δεν έκαμψαν διόλου το ηθικό της ούτε άλλαξαν τις πολιτικές της πεποιθήσεις και η διάθεσή της για κοινωνικούς αγώνες διατηρήθηκε ακμαία, όπως επιβεβαιώνεται από τη δράση στο κόμμα και τα δημοσιεύματά της. Μακριά από το σχολείο, αλλά πάντα κοντά στα προβλήματα του λαού για 25 χρόνια δεν έπαψε να δηλώνει δυναμικά την παρουσία της στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου και να μάχεται για τη διάδοση του σοσιαλισμού, αρχικά μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ από την ίδρυσή ως τη διάσπασή της και στη συνέχεια μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ ως το θάνατό της. Στο εξής δεν λειτουργεί μόνο ως παιδαγωγός, αλλά και ως πολιτικό πρόσωπο. Γι αυτό τα δημοσιεύματά της δεν είναι μόνο παιδαγωγικού χαρακτήρα, αλλά και πολιτικού, σύμφωνα με τις αρχές του κόμματος το οποίο υπηρετεί.

Με επιφυλλίδες, άρθρα, επιστημονικές μελέτες παιδαγωγικού χαρακτήρα, βιβλία, διαλέξεις και παρεμβάσεις στη διακυβέρνηση του τόπου από τις εκάστοτε δεξιές ή κεντρώες πολιτικές δυνάμεις, θα ασκήσει κριτική σε όλο το φάσμα της πολιτικής τους έκφρασης και δυναμικά θα διαδηλώσει τις σοσιαλιστικές της ιδέες. Καθοριστικά η ίδια αναφέρει: «Έγραφα πάντοτε με την πεποίθηση, ότι μέσα στη βαθιά κρίση που κατατρώγει το σημερινό κόσμο οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να ξεσηκώνονται και να βρίσκουν τους δρόμους και τους τρόπους για να δρασκελίσουν τα εμπόδια και να δημιουργήσουν μια νέα κατάσταση ασύγκριτα πιο καλή, πιο ανθρωπινή από την τωρινή.  Βέβαια αυτό το ξεσήκωμα απαιτεί πίστη, αποφασιστικότητα, δράση που θα προβάλλει ίσα - ίσα μέσα από την κρίση και θα ζητεί την αλλαγή του παλιωμένου καθιερωμένου, το ξαναπλάσιμο όλων των αξιών, μια αναγέννηση όλης της ζωής.  Έτσι η κρίση γίνεται η αφορμή για τη νέα δημιουργία.

        Κάθε φορά που έγραφα προσπαθούσα να δώσω απάντηση σε καθημερινά καυτά προβλήματα που θέτει στο χώρο της παιδείας η κοινωνία, το παιδί, ο έφηβος, ο σπουδαστής, ο δάσκαλος, ο γονιός, θέματα που καθρεφτίζουν τις ανάγκες και τους πόθους του λαού.  Προσπαθούσα κάθε φορά να δώσω τη σωστή απάντηση με πυξίδα την κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, το σοσιαλισμό, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία, τη συνεννόηση και φιλία των λαών, την παγκόσμια ειρήνη. (…) Εδώ πρέπει να σημειώσω, ότι έχοντας τέτοιες προοπτικές προσπάθησα να μη χάσω τη σημερινή πραγματικότητα.  Γι αυτό, αν και είχα στόχο τις λύσεις που δίνει ο σοσιαλισμός, φρόντισα να βρω το ΕΦΙΚΤΟ μέσα στην τωρινή κατάσταση, δηλαδή τι μπορεί να γίνει σήμερα, που όμως βρίσκεται πάνω στη γραμμή που φέρνει στην πραγμάτωση εκείνου του ιδανικού»[20].

        Την περίοδο αυτή αρθρογραφεί στα περιοδικά: Επιθεώρηση τέχνης, Σύγχρονα Θέματα, Ελληνική Αριστερά, Νέα Οικονομία, Παραγωγικότης, Πολιτική-Οικονομική Έρευνα, Πυρσός, Δελτίο Ελληνορουμανικού Συνδέσμου, Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Άρθρα και επιφυλλίδες στις εφημερίδες: Αυγή, Ριζοσπάστης, Οδηγητής. Δημοσιεύει τα βιβλία: Ανθρωπιστική Παιδεία, Αθήνα 1955, Το κατηγορώ της Νεολαίας, εκδ. Παιδαγωγική, Αθήνα 1972, Η αυξημένη ωριμότητα των νέων, εκδ. Παιδαγωγική, Αθήνα 1974, Παιδεία και Κοινωνία, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1980.

Σχετικά με το σχολικό της πιστεύω καταθέτουμε εδώ ότι από τα νεανικά της δημοσιεύματα η παιδαγωγός στη δεκαετία του ΄20 συντάχθηκε με το σχολείο εργασίας  και επειδή ήταν μαθήτρια του Γληνού έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι οι μεταρρυθμιστικές του επιλογές την εξέφραζαν πλήρως. Η ίδια διατύπωνε ως εξής στη δεκαετία του 1920 τις απόψεις της για τις αρχές στις οποίες πρέπει να στηριχθεί ένα σχολείο για να εκπληρώσει τον κοινωνικό του προορισμό: Το κάθε εκπαιδευτικό σύστημα είναι γέννημα της κοινωνίας του, της οποίας τις ανάγκες υπηρετεί. Αν η κοινωνία αλλάξει πρέπει να αναπροσαρμοστεί και το εκπαιδευτικό σύστημα στη βάση των αναγκών της προκειμένου να την υπηρετήσει σωστά. Αν μια κοινωνία επιθυμεί να κυβερνηθεί δημοκρατικά, δηλαδή με ισότητα και ελευθερία, πρέπει πρώτα να επιδιώξει την εκδημοκρατικοποίηση της παιδείας. Που σημαίνει όλοι ίσα δικαιώματα και στην παιδεία.

Το σχολείο δεν θα υπηρετεί μόνο μια κοινωνική τάξη αλλά το σύνολο του λαού. Χρέος έχει να βοηθήσει τον καθένα να φτάσει ως εκεί που οι δικές του δυνατότητες του επιτρέπουν. Σ’ αυτήν την πορεία δεν πρέπει κανείς να εμποδίζεται από τις οικονομικές και κοινωνικές του συνθήκες. Το σχολείο, έχοντας προωθήσει όλους μαζί και τον καθένα χωριστά ως εκεί που μπορεί να φτάσει, δίνει την δυνατότητα στην κοινωνία από το σύνολο του έμψυχου δυναμικού της να επιλέξει τον κατάλληλο άνθρωπο για την κατάλληλη θέση. Μόνο έτσι υπηρετείται σωστά η κοινωνία μέσα από την εκπαίδευση. Βέβαια το σχολείο ως μέρος του εποικοδομήματος δεν μπορεί να αλλάξει την κοινωνία. Μπορεί όμως, αν λειτουργήσει δημοκρατικά και «με πνεύμα δικαιοσύνης και συμπάθειας» να τη  βελτιώσει.

Ο δάσκαλος που καλείται να διδάξει στο νέο σχολείο, πρέπει να εργαστεί με βάση τις αρχές των νέων παιδαγωγικών αντιλήψεων, που αναφέραμε ήδη, και να ενεργοποιήσει το μαθητή σε δύο επίπεδα. Ως άτομο και ως ομάδα. Αυτό σημαίνει: Να οργανώσει και να ρυθμίσει την ελεύθερη και δημιουργική εργασία των παιδιών σύμφωνα με τους στόχους του συνδυάζοντας κατάλληλα την ατομική με την ομαδική προσπάθεια. Κατά την ατομική προσπάθεια, να συνδυάσει τους παιδαγωγικούς σκοπούς με τα φυσικά ενδιαφέροντα του παιδιού, για την καλύτερη επιτυχία του στόχου του. Να φέρει το παιδί σε άμεση επαφή με τα πράγματα. Να θέσει το προς έρευνα πρόβλημα, να αποσυρθεί διακριτικά και να αφήσει το παιδί μόνο του να βρει τη λύση.  Κατά την ομαδική σχολική προσπάθεια, δάσκαλος και μαθητές βάζουν το πρόβλημα και στη συνέχεια οι μαθητές καθορίζουν το σκοπό και τη μέθοδο για τη λύση του. Με μια τέτοια διδασκαλία το παιδί αναπτύσσει ενεργητικότητα και πρωτοβουλία· σκέψη, βούληση και συναίσθημα εντατικοποιούνται· νόηση και βούληση πειθαρχούν και η ψυχή του «μορφώνεται»· οι σχέσεις του με το δάσκαλο και το γνωστικό υλικό αναβαθμίζονται.

Η ατομική προσπάθεια που καταβάλλει να νικήσει τον εαυτό του και το υλικό του, για να δώσει λύσεις στα προβλήματα που εμφανίζονται μέσα από μια τέτοια διδακτική προσέγγιση, δυναμώνει την ψυχή του. Γίνεται αυτάρκης και ικανός να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής. Εξυψώνεται σε πνευματική και ηθική προσωπικότητα. Η εργασία του μέσα στη σχολική ομάδα τον μεταβάλλει σε «κύτταρο» ολόκληρης της τάξης. Στην προσπάθειά του για την επιτυχία του στόχου, δίνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Έτσι ο συνδυασμός ατομικής και ομαδικής εργασίας στο Νέο Σχολείο προικίζει τον άνθρωπο με κοινωνικές αρετές, κατάλληλες να συμβάλλουν στην καλυτέρευση της κοινωνίας.

Μια τέτοια μέθοδος διδασκαλίας, σύμφωνη με το πνεύμα του Σχολείου Εργασίας, δημιουργεί μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα στην τάξη. Η κοινωνική ζωή στην αίθουσα διδασκαλίας είναι πλούσια. Κυριαρχεί η ζωή και η χαρά για δημιουργία. Υπάρχει ελευθερία έκφρασης. Οι γνώμες όλων είναι σεβαστές. Ακούγεται και η γνώμη του αδύνατου, αλλά και ο δυνατός στη γνώμη μαθαίνει να υποτάσσεται στο σύνολο. Χάνεται η ατομική φιλοδοξία και γεννιέται η φιλοδοξία για την ομάδα, στην επιθυμία της από κοινού επιτυχίας του στόχου. Οι μαθητές χαίρονται να προσφέρουν στη μαθησιακή διαδικασία. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα βιώνονται οι κοινωνικές αρετές και πλάθονται συνειδητοί, δημοκρατικοί πολίτες[21].

Στη δεκαετία του ’40 πάλι στο πλευρό του Γληνού θα εργαστεί για το «Σχέδιο μιας Λαϊκής Παιδείας», μοντέλο εκπαίδευσης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτό το μοντέλο σχολείου περισσότερο διευρυμένο και οροθετημένο προτείνει η Ρόζα Ιμβριώτη από τη δεκαετία του ’50 και μετά. Το σχολείο αυτό χαρακτηρίζει δημοκρατικό και έχει ως προς τη δομή, την έννοια, τα χαρακτηριστικά, το πρόγραμμα, τις μεθόδους διδασκαλίας, τους μερικούς και γενικούς του σκοπούς ως πρότυπο το Ενιαίο Σχολείο Εργασίας της Ρωσίας, το οποίο τόσο πολύ στηρίχτηκε στις αρχές της Νέας Αγωγής. Το δημοκρατικό σχολείο της Ιμβριώτη και βέβαια των αριστερών πολιτικών δυνάμεων του τόπου, όπως είναι επόμενο, διαφέρει εξολοκλήρου από το ισχύον ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και ως προς τη φιλοσοφία του και ως προς τις ψυχοπαιδαγωγικές του αρχές και ως προς τους σκοπούς του. Απαιτεί διαφορετική οργάνωση των βαθμίδων του, ανανέωση αναλυτικών προγραμμάτων, εκσυγχρονισμό των μεθόδων διδασκαλίας και εκπαιδευτικούς με υψηλή επιστημονική κατάρτιση. Ακρογωνιαίος λίθος του είναι ο πολυτεχνισμός. Ο πολυτεχνισμός ως μάθημα γενικής παιδείας το διαπερνά από τις τρεις τελευταίες τάξεις της πρώτης βαθμίδας ως την ολοκλήρωσή του και αποβλέπει σταθερά στη δημιουργία του ολόπλευρα καλλιεργημένου ανθρώπου. Τι ακριβώς είναι πολυτεχνισμός και πολυτεχνική εκπαίδευση εξηγεί η παιδαγωγός σε διάλεξή της ως εξής: «Όλοι οι μαθηταί να μάθουν κοντά στον Πλάτωνα να χειρίζωνται και να χρησιμοποιούν τας απλάς μηχανάς, τα νέα εργαλεία, τας νέας συσκευάς, να διδαχθούν τας αρχάς του εξηλεκτρισμού, τας τεχνολογικάς μεθόδους της εργασίας.  Αυτή είναι η λεγόμενη  Πο λ υ τ ε χ ν ι κ ή  μ ό ρ φ ω σ ι ς.  Αυτή θα συνδέση δημιουργικά το σύστημα, το περιεχόμενον, την μέθοδον εργασίας της γενικής μορφώσεως με τας νέας συνθήκας και τα απαραιτήτους ανάγκας της σημερινής παραγωγής». Με τα λόγια της αυτά η Ιμβριώτη προσδιόρισε εννοιολογικά την πολυτεχνική εκπαίδευση, η οποία θα διατρέχει το Δημοκρατικό Σχολείο και θα δίνει μια νέα ποιότητα στον κοινωνικό προορισμό της παιδείας. Στη συνέχεια της ομιλίας της διευκρίνισε πώς ακριβώς εννοεί την πολυτεχνική εκπαίδευση. «Αυτήν την μόρφωσιν την πολυτεχνικήν δεν την συγχέομεν με την στενήν επαγγελματικήν· αντιθέτως, είναι ευέλικτος και προσαρμόζεται ολονέν προς τας μεταβολάς, αι οποίαι συντελούνται εις την παραγωγήν και εις την κοινωνίαν». Δεν παρέλειψε να τονίσει ακόμη ότι την ανάγκη της εφαρμογής της επιβάλλουν οι νέες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες, που προέκυψαν από τις εξελίξεις των επιστημών και της τεχνικής, καθώς επίσης πως η παιδεία ως κοινωνικό λειτούργημα «έχει χρέος να γίνη κέντρον επαφής του παρελθόντος και του μέλλοντος, το οποίον πρέπει να ετοιμάση ολόκληρον την ελληνικήν νεότητα, που θα ζήση μέσα εις την νεοελληνικήν οικονομικήν και πολιτικήν πραγματικότητα και μέσα εις την παγκόσμιον υλικήν και πνευματικήν άμιλλαν»[22]. Τη «γέννηση» της πολυτεχνικής μόρφωσης η παιδαγωγός συνέδεσε με τη διπλή ανάγκη, αφενός της ερμηνείας και αλλαγής του κόσμου και αφετέρου της διάπλασης ανθρώπου με ισχυρή γενική και τεχνική κατάρτιση, καλλιεργημένου, δραστήριου, οργανωτικού, παραγωγικού, άξιου να κατέχει τη σύγχρονη τεχνική και την οργάνωσή της και επιστήμονα ικανού να καλυτερέψει το μέλλον της ανθρωπότητας.

Η πολυτεχνική εκπαίδευση είναι το κατεξοχήν καινούριο στοιχείο που προτείνεται στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα από τους παιδαγωγούς των αριστερών πολιτικών δυνάμεων και αποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην παιδαγωγική της Νέας Αγωγής και αυτή της μαρξιστικής - λενινιστικής. Υπηρετεί το παιδαγωγικό αίτημα των Μαρξ και Ένγκελς για το σχηματισμό ανθρώπου με  γερή θεωρητική μόρφωση και άριστη τεχνική κατάρτιση.  Ο Μαρξ εισήγαγε στην εκπαίδευση την πολυτεχνική μόρφωση όχι μόνο ως μέθοδο για την αύξηση της κοινωνικής παραγωγής, αλλά και ως τη μοναδική διέξοδο για τη δημιουργία ανθρώπων ολόπλευρα αναπτυγμένων. Το αίτημα της ανάπτυξης και ευαισθητοποίησης όλων των ψυχοπνευματικών ιδιοτήτων του κάθε εργαζόμενου πολίτη επέβαλε στο σχολείο την εφαρμογή της πολυτεχνικής μόρφωσης, γιατί μόνο η λειτουργία αυτή μπορούσε από τη μια να δώσει στην κοινωνία τους κατάλληλους εργάτες για την παραγωγή και από την άλλη να γίνει αντιστάθμισμα στην εξειδίκευση του εργαζόμενου που επικρατεί στην αστική μορφή της παραγωγής και δημιουργεί το «μονοδιάστατο» άνθρωπο.

Ας επιστρέψουμε όμως πάλι στην παιδαγωγό. Σύμφωνα με την ολοκληρωμένη πρόταση της Ιμβριώτη, οι αρχές που διέπουν το δημοκρατικό σχολείο και προσδιορίζουν την ενότητά του είναι: η αρχή της επιστημονικά οργανωμένης εργασίας, η αρχή της σύνδεσης με τη ζωή και την πραγματικότητα και η αρχή της αυτοδιοίκησης.

 Η αρχή της επιστημονικά οργανωμένης εργασίας διατρέχει όλο το σχολείο από το νηπιαγωγείο ως το τέλος της πορείας του. Επιδιώκεται η ένωση θεωρίας και πράξης,  επιδιώκεται να πάρει θετική στάση ο εργαζόμενος απέναντι στη δουλειά του, να γίνει η εργασία κίνητρο δημιουργικότητας και παράγοντας ηθικοποίησης του ανθρώπου. Η σύνδεση του σχολείου με την εργασία είναι σύμφωνη με την παιδική φύση κατά τους ισχυρισμούς της Ιμβριώτη και τους οπαδούς του συμπεριφορισμού, στον κύκλο των οποίων ανήκει και η Ιμβριώτη.

Η αρχή της σύνδεσης του σχολείου με τη  ζωή και την πραγματικότητα απαιτεί το σχολείο να προετοιμάζει τους μαθητές για τη ζωή αποτελεσματικά. Για να είναι η παιδεία ζωή εναρμονίζει το έργο της με τις ανάγκες της πραγματικότητας χωρίς να παραβλέπει τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες των παιδιών. Η πραγματικότητα που πρέπει να συμπεριλάβει στο έργο του το σχολείο και να υπηρετήσει με το πρόγραμμά του είναι: ο φυσικός κόσμος, η κοινωνία, η εργασία, η αυτογνωσία.

Η αρχή της αυτοδιοίκησης επιδιώκει να αντικαταστήσει την παθητική υπακοή με ένα νέο τρόπο αγωγής, που δημιουργεί ελεύθερες προσωπικότητες με συνείδηση του ρόλου τους και των ευθυνών τους μέσα στην κοινωνική ζωή. Αυτοδιοίκηση σημαίνει αγωγή στην ελευθερία, καλλιέργεια εσωτερικής πειθαρχίας, κοινωνικοποίηση και διαμόρφωση δημοκρατικής ηθικής προσωπικότητας. Ο σκοπός πετυχαίνεται, εάν το σχολείο γίνει μια οργανική ενότητα μέσα στην κοινωνία την οποία υπηρετεί[23].

Το εκπαιδευτικό σύστημα που υποστήριξε η Ιμβριώτη ως το πλέον κατάλληλο για την αγωγή της νέας γενιάς στηρίζεται:    

Στη διαπαιδαγώγηση με την εργασία, που αποβλέπει:

·           Στη σύνδεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.

·           Στη σύνδεση θεωρίας και πράξης.

·           Στην ολόπλευρη και αρμονική ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Στη δημοκρατική εκπαίδευση που προϋποθέτει:

·           Τη δημιουργία ίσων όρων δυνατοτήτων απόκτησης μόρφωσης για όλους.

·           Κρατικό και κοινωνικό χαρακτήρα όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

·           Ενιαίο σύστημα λαϊκής εκπαίδευσης.

·           Διαμόρφωση επιστημονικής κοσμοθεωρίας στους διδασκομένους.

·           Συνεπή πραγματοποίηση της αρχής του πολυτεχνισμού στο γενικό σχολείο.

·           Συνένωση της θεωρίας με την πρακτική και εκπαίδευση πάνω σε παραγωγικές  δραστηριότητες.

·           Συνεργασία σχολείου, οικογένειας και κοινωνικού περιβάλλοντος στη διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση της νέας γενιάς..

Η Σύνδεση του σχολείου με την παραγωγή επιτυγχάνεται:

·           Με την πολυτεχνική εκπαίδευση.

·           Με τις υποχρεωτικές εκδρομές στους τόπους παραγωγής.

·           Με την εργασία των μαθητών σε σχολικούς αγρούς, σχολικά εργαστήρια, εργοστάσια και με διάφορες μορφές συμβολής τους στην εθνική οικονομία.

Με τη Ρόζα  Ιμβριώτη και τους αγώνες της για μια καλύτερη εκπαίδευση, για μια δικαιότερη κοινωνία στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, κλείνει η μεγάλη σειρά των προοδευτικών παιδαγωγών. Αλλά το έργο και η δράση της αποκαλύπτουν ότι τον αγώνα της για να αποκτήσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κοινωνική υποδομή τον έκανε με όπλα της το πάθος και την πίστη στις ιδέες και τα οράματά της.

Συμπερασματικά

        Η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη από τη νεαρή της ηλικία στρατεύτηκε στους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς αγώνες με στόχο την αναβάθμιση του σχολείου και την οικονομική και πνευματική άνοδο σύνολου του λαού. Για την υλοποίηση του σκοπού αυτού συντάχθηκε με τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις του τόπου και με τη δράση της σε πρακτικό και την εργογραφία της σε θεωρητικό επίπεδο αγωνίστηκε με συνέπεια και ακούραστα για τη θεσμοθέτηση ενός σοσιαλιστικού μοντέλου εκπαίδευσης, με την πεποίθηση πως κάτι το θετικό θα προκύψει για την ελληνική κοινωνία μέσα από αυτό. Τελικά, ο εμφύλιος που ακολούθησε την ηρωική περίοδο της Εθνικής Αντίστασης δεν επέτρεψε αλλαγές στην κυρίαρχη εκπαιδευτική ιδεολογία.          

Τις παιδαγωγικές της απόψεις διατυπώνει σταθερά σε όλη της την πορεία με τη διαλεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο», κατά τους χαρακτηρισμούς της, σχολείο και τονίζει τις αδυναμίες του πρώτου και τις αρετές του δεύτερου, μέσα από την άσκηση κριτικής στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των συντηρητικών και κεντρώων πολιτικών δυνάμεων.

Βεβαιωμένο τελικά είναι ότι η Ρόζα Ιμβριώτη επιδίωξε να παρουσιάσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα οικοδομημένο έτσι που να σχηματίζει ένα μορφωτικό σύνολο, το οποίο να ασκεί μεγάλη δύναμη στη ζωή του λαού. Ένα σχολείο που σύμφωνα με τις απόψεις της να υπηρετεί όσο γίνεται καλύτερα τον πολυδύναμο κοινωνικό του προορισμό. Στην τελική διαμόρφωση αυτού του σχολείου μπορούμε, νομίζω, να βεβαιώσουμε, ότι διεκδίκησε και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, επιδιώκοντας να καλύψει το μεγάλο κενό που άφησε στην εκπαίδευση ο πρόωρος θάνατος του δασκάλου της Δημήτρη Γληνού[24].


 


 

[1] Ρ. Ιμβριώτη: «Όταν ήμουν 16 χρόνων», εφ. Αυγή, «Μια πρωτότυπη έρευνα», 26-8-1956, σ. 7.

[2] Κανονισμός, Κυριακόν Σχολείον Εργατριών, Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, Αθήνα 1914.

[3] ΦΕΚ 25 Οκτωβρίου 1917, σ. 887.

[4] ΦΕΚ 19 Μαίου 1924.

    [5]Ρ. Ιμβριώτη, «Η ιστορική Επιστήμη στο Σχολείο», π. Αναγέννηση , Χρονιά Α΄, τχ. 4, Αθήνα,     Δεκέμβρης 1926, σ. 209.

[6] ΦΕΚ 16 Φεβρουαρίου1926.

[7] ΦΕΚ 2 Σεπτεμβρίου 1934.

[8] Ιμβριώτη, «Η εργασία του Προτύπου Ειδικού Σχολείου Αθηνών» (1937-1938), π. Σχολική Υγιεινή, Έτος Γ΄, τχ. 18-19, Αθήναι Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1938, σ. 17-30.

    [9] Σχέδιο μιας Λαϊκής Παιδείας, Ελληνικά Θέματα 10. Κατοχή-Αντίσταση-Εμφύλιος, Αθήνα 1944.

    [10] Ιμβριώτη, Το Φροντιστήριο της Τύρνας, π. Επιθεώρηση Τέχνης, Χρόνος Η΄, Τ. ΙΕ, τχ. 87-88, Αθήνα, Μάρτιος-Απρίλιος 1962, σ. 315-316.

[11] Τα εισαγωγικά δικά μου. Οι συνεξόρισες της Ιμβριώτη αποκάλεσαν όλην αυτή την προσπάθεια «κρυφό σχολειό», βλ. Θεοδώρου επιμ. Γυναίκες εξόριστες, ό.π. σ. 134. η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε και στις φυλακές πολιτικών κρατουμένων για την ίδια εκπαδιευτική προσπάθεια που εφαρμόστηκε κι εκεί, όπως μας πληροφόρησε η αείμνηστη Ιουλία Πλουμπίδη.

[12] Για την πολιτιστική δραστηριότητα των εξορίστων γυναικών βλ. Γυναίκες εξόριστες, ό.π. σ. 129 κ.ε.

[13] Ό.π. σ. 133. Βλ. και μαρτυρίες Θεοδώρου και Αποστολοπούλου αρχείο ΚΜΕ.

[14] Το γεγονός δημιούργησε αντιθέσεις και εντάσεις στο στρατόπεδο, όπως μας μαρτύρησαν συνεξόριστες, φρονούμε όμως ότι δεν μειώνεται ούτε η πρόθεση ούτε το αποτέλεσμα.

[15] Τον πυρήνα της εκπαιδευτικής ομάδας αποτέλεσαν η Λίζα Κόττου, φιλόλογος, η Ελένη Γαρίδη, φιλόλογος, η Άννα Νικολακοπούλου, μαθηματικός, η Κατίνα Μαμέλη, δασκάλα και άλλες. Βλ. Θεοδώρου, Γυναίκες εξόριστες, ό.π. σ. 134.

[16] Η Βικτορία Θεοδώρου, νεαρή εξόριστη τότε, που μαθήτευσε κοντά στις «εκπαιδευτικές» της εξορίας, μας αποκάλυψε ότι το πρόγραμμα της άτυπης αυτής μαθητείας ξεκίνησε πρώτα για τα μικρά παιδιά, δηλαδή τα νήπια και τα παιδιά του δημοτικού και κατόπιν επεκτάθηκε και στις μαθήτριες του γυμνασίου. Δεν παρέλειψε επίσης να μας επισημάνει την τεράστια εμπειρία της Ιμβριώτη σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας σχολείων.   

10 Ν.Α.(Ναταλία Αποστολοπούλου), «Μνήμη Ρόζας Ιμβριώτη», εφ. Ριζοσπάστης, 6-10-1977.

[18] Θεοδώρου, Γυναίκες εξόριστες, ό.π., και Στρατόπεδα γυναικών, ό.π., σ. 145-146.

[19] Ο στρατηγός Πλαστήρας το 1951 στις 27 Οκτωβρίου σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε στην εξουσία για ένα χρόνο. Τον Απρίλιο του 1952 ψήφισε το ν. 2958/1952 «Περί μέτρων ειρηνεύσεως». Με το νόμο αυτόν μετατράπηκαν σε ισόβια όλες οι θανατικές καταδίκες, αναθεωρήθηκαν δικαστικές αποφάσεις του εμφυλίου και διευκολύνθηκε η απόλυση ορισμένων κατηγοριών φυλακισμένων και εξορίστων.  Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΣΤ΄, ό.π., σ. 180. Βλ. και  J. Meynaud, ό.π., σ. 86.

    [20] Ιμβριώτη, Παιδεία και Κοινωνία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980, πρόλογος.

    [21] Ρ. Ιμβριώτη, «Η ιστορική Επιστήμη στο Σχολείο», π. Αναγέννηση, χρονιά Α΄, τχ. 4, Αθήνα, Δεκέμβρης 1926, σ. 205.

    [22] Ρ. Ιμβριώτη, Ανασυγκρότησις και Παιδεία, π. «Η Νέα Οικονομία», χρόνος ΙΒ΄, τχ. 7-8, Αθήναι, Ιούλιος-Αύγουστος 1958, σ. 97. Ενδιαφέρον παρουσιάζει να γνωρίσουμε και τον συναφή ορισμό που καταθέτει για την πολυτεχνική εκπαίδευση ο Ν. Κιτσίκης. «Η πολυτεχνική παιδεία δεν είναι επαγγελματική. Αποτελεί τρόπον εκπολιτιστικής μορφώσεως, μέθοδο ψυχικής και πνευματικής διαπλάσεως της νεότητος, προπαρασκευήν αγωνιστών για την κατάκτηση των αγαθών του φυσικού κόσμου και των νόμων που τον διέπουν». Βλ. Νίκος Κιτσίκης, Τεχνική Παιδεία και οικονομική ανάπτυξης, Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, «Προοδευτική Παιδεία», Αθήνα 1966, σ. 262.

[23] Τις ιδέες της για το δημοκρατικό σχολείο αναπτύσσει σε μια σειρά άρθρων της στην εφ. «Αυγή» και στο βιβλίο της Ανθρωπιστική παιδεία Πολυτεχνική εκπαίδευση, Αθήνα 1955.

[24] Χρυσάνθη Χρονοπούλου, Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική δράση της Ρόζας Ιμβριώτη, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τμ. ΦΠΨ, Αθήνα 2002.