ΓΝΩΣΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ, ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ:

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ (1837-2004)

 

 

Παντελής ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ

Επίκουρος καθηγητής Παν/μίου Πατρών

 

 

 

 

Περίληψη

Αντικείμενο της μελέτης μας είναι η ποσοτική διερεύνηση των Ελλήνων φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού από την ίδρυση του πανεπιστήμιου της Αθήνας το 1837 ώς τις μέρες μας, ο εντοπισμός των χωρών υποδοχής και η ανάδειξη των λόγων που τους οδήγησαν  στη συγκεκριμένη επιλογή.

Επιλέξαμε το συγκεκριμένο θέμα γιατί άπτεται της συγκρότησης των ιθυνουσών ομάδων στην Ελλάδα, των πεποιθήσεων και των σχέσεών τους, πολιτισμικών, πολιτικών και οικονομικών, με τις χώρες υποδοχές των φοιτητών εξωτερικού. Αντίθετα, με την απλουστευτική αντίληψη που αποτιμάει τις σπουδές στο εξωτερικό με όρους «μετανάστευσης» ή «κινητικότητας», αυτές συνιστούν σύνθετο φαινόμενο τόσο για τις εμπλεκόμενες χώρες (υποδοχής και προέλευσης) όσο και για τους ίδιους τους φοιτητές.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τους φοιτητές θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι οι σπουδές στα πανεπιστήμια του εξωτερικού υπαγορεύονται, κατά βάση, από τρεις, συχνά δυσδιάκριτους, λόγους: τη γνώση, την κοινωνική διάκριση και την επαγγελματική διασφάλιση.

 

Abstract

This paper aims to give an overview of the Greek students abroad from the foundation of the University of Athens in 1837 up to today, to locate their repartition by host country and to interpret the grounds underlying their decision.

We have chosen to study this issue because it is closely related to three major societal facets: the formation of the dominant groups, theirs beliefs and theirs perceptions of the host countries. In opposition to the simplistic point of view which conceives it in terms of “migration” or of “mobility”, the studies abroad constitute a complex phenomenon for both countries -host and origin- and, students, as well.

Especially, in reference to students, we argue that the studies abroad are essentially the result of three, often not easily discernable, factors: the quest for knowledge, the quest for social distinction and the quest for professional training.

 

Αντίθετα με μία διαδεδομένη, αφελή, θεώρηση που τις αποτιμά με όρους «μετανάστευσης» και «οικονομικής αιμορραγίας», οι σπουδές στα πανεπιστήμια του  εξωτερικού αποτελούν σύνθετο φαινόμενο τόσο για τις εμπλεκόμενες χώρες (υποδοχής και προέλευσης) όσο και για τους ίδιους τους φοιτητές. Ο θετικά αξιοδοτημένος όρος φοιτητική κινητικότητα, o οποίος υιοθετήθηκε από τους διεθνείς οργανισμούς τις τελευταίες δεκαετίες, περιγράφει σήμερα κάπως καλύτερα το φαινόμενο αλλά δεν το αποδίδει στη συνθετότητά του. 

Εκτός από την κινητικότητα των φοιτητών και τις καθόλου ευκαταφρόνητες οικονομικές πτυχές, οι σπουδές στο εξωτερικό συνιστούν μέσο τόσο πολιτισμικής διάχυσης όσο και επιρροής, οικονομικής και πολιτικής. Από την άλλη πλευρά, οι σπουδές στο εξωτερικό δεν υπαγορεύονται από τους ίδιους λόγους ούτε έχουν το ίδιο βάρος στη μετέπειτα διαδρομή των φοιτητών. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι σπουδές στα πανεπιστήμια του εξωτερικού συνδέονται άμεσα με τη συγκρότηση των ιθυνουσών ομάδων στο εσωτερικό μίας χώρας, ιδιαίτερα των «μικρότερων» και των λιγότερο οικονομικά ανεπτυγμένων.

 Αν και τα όρια είναι δυσδιάκριτα και συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενα, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικούς λόγους μετάβασης στο εξωτερικό: την αναζήτηση γνώσης, την κοινωνική διάκριση και την επαγγελματική διασφάλιση. Για το λόγο αυτό στην παρούσα εργασία, αντί των διαδεδομένων όρων φοιτητική μετανάστευση και φοιτητική κινητικότητα, προκρίναμε τον ουδέτερο όρο «φοιτητές εξωτερικού».

Αντικείμενο της παρέμβασής μας είναι η μελέτη, υπό το προαναφερθέν πρίσμα, της ροής των ελλήνων φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού από την ίδρυση του πανεπιστήμιου της Αθήνας το 1837 ώς τις μέρες μας, με στόχο να εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη επιλογή. Η εργασία χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος επιχειρούμε να δούμε πόσοι είναι αυτοί οι φοιτητές, στο δεύτερο πού πάνε και στο τρίτο, και τελευταίο,  προβαίνουμε σε μία απόπειρα ερμηνείας του φαινομένου. 

 

 

1.       ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

Η μελέτη του φοιτητών του εξωτερικού προσκρούει σε τρία μεγάλα εμπόδια: τη συλλογή των ποσοτικών δεδομένων, την εγκυρότητά τους και την αποσιώπηση από τις πηγές ορισμένων κρίσιμων ιδιοτήτων των φοιτητών. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, ξεπεράσαμε σε μεγάλο βαθμό την πρώτη δυσκολία χάρη στην άντληση δεδομένων από μία ποικιλία πηγών, κυρίως γαλλόφωνων και αγγλόφωνων. Το δεύτερο πρόβλημα είναι συνθετότερο: η ανάγνωση των ποσοτικών δεδομένων τα οποία προέρχονται από ποικίλες πηγές, συχνά αντιφατικές. Για να κατανοηθεί η πτυχή αυτή σημειώνουμε ενδεικτικά ότι σήμερα οι «επίσημοι» αριθμοί για τους Έλληνες φοιτητές στο εσωτερικό διαφέρουν ανάλογα με τις υπηρεσίες: άλλους αριθμούς δίνουν οι υπηρεσίες του υπουργείου παιδείας και άλλους η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ). Οι πηγές, τέλος, αποσιωπούν πλήρως ορισμένα κρίσιμα δεδομένα της ταυτότητας των φοιτητών, όπως η κοινωνική τους προέλευση, γεγονός που δυσχεραίνει τη μελέτη του φαινομένου και μας υποχρεώνει να ανατρέξουμε σε έμμεσες πληροφορίες και σε προσωρινές υποθέσεις οι οποίες χρήζουν περαιτέρω μελετών. 

Στη διεθνή βιβλιογραφία για τους φοιτητές και τα πανεπιστήμια δεν έχουμε εντοπίσει κάποια αναφορά σε Έλληνες. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στην απουσία σχετικών μελετών ή ακόμη στην μη ύπαρξη ελληνικού κράτους πριν το 1821. Υπάρχουν, πάντως, κάποιες αναφορές από Έλληνες συγγραφείς του 19ου αιώνα αλλά και σύγχρονους. Ο Κ. Κούμας γράφει το 1832: «Κατά τούτο το χρονικόν διάστημα (1817-1819) εκινείτο θαυμασίως η Ελλάς εις τα πρόσω της παιδείας. Εκατοντάδες νέων Ελλήνων διεσπαρμένοι εις Ιταλίαν και Γαλλίαν και Γερμανίαν, εσπούδαζαν εις τα πανεπιστήμια διαφόρους επωφελείς γνώσεις» (Κούμας, 1832). Λίγες δεκαετίες αργότερα, εμφορούμενος από μία τάση προβολής των Ελλήνων της εποχής του,  ο Π. Μωραϊτίνης  κάνει λόγο για 150 Έλληνες φοιτητές σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια το 17ο αιώνα (Moraitinis, 1877).

Δίχως αμφιβολία, Έλληνες φοιτητές υπάρχουν σε δυτικά πανεπιστήμια και μετά την ίδρυση του πανεπιστήμιου της Αθήνας, το 1837. Ενδεικτικά, η Α. Σιδέρη απέγραψε στο πανεπιστήμιο της Πίζας, στην Ιταλία, 840 Έλληνες φοιτητές από το 1806 μέχρι το 1861 (Σιδέρη, 1989). Μετά το 1837, ωστόσο, η κατάσταση αλλάζει ριζικά και ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών μειώνεται. Αυτό μπορεί να αποδοθεί, εν μέρει, στο σχετικό μαρασμό των πανεπιστημίων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και τη μείωση του αριθμού των φοιτητών τους, εγχώριων και ξένων (Charle, Verger, 1994).   Ο κύριος, όμως, λόγος έγκειται στην ίδρυση του πανεπιστήμιου της Αθήνας το 1837.

Από τα κείμενα των πρώτων πρυτανικών αρχών συνάγεται ότι, εκτός από την πολιτισμική διάχυση και την κατάρτιση σε κάποια επαγγέλματα, το πανεπιστήμιο καλείται να υπηρετήσει την ιδέα συγκρότησης του έθνους (Κ.Θ. Δημαράς, 1987). Ο εν λόγω στόχος, ασφαλώς, δεν χαρακτηρίζει μόνο το πανεπιστήμιο της Αθήνας. Σύμφωνα με τη γνωστή εργασία του B. Readings, το πανεπιστήμιο εν γένει, στη δεύτερη φάση της ζωής του, δηλαδή από το χουμπολντιανό πανεπιστήμιο το 1810 μέχρι σχετικά πρόσφατα, υπηρετούσε την ιδέα της παραγωγής και διάδοσης της κουλτούρας, ακριβέστερα της εθνικής κουλτούρας (Readings, 1996 ).

Στην ελληνική περίπτωση η εθνική κουλτούρα ταυτίζεται ουσιαστικά με  τον αλυτρωτισμό όπως αυτός συμπυκνώνεται στη Μεγάλη Ιδέα. Ο εν λόγω σκοπός, σε συνδυασμό με τις κρατικές ανάγκες σε υπαλληλικό προσωπικό και της κοινωνίας σε ορισμένα επαγγέλματα, κυρίως γιατρούς, ώθησε τους ιθύνοντες να μεταχειριστούν κάθε μέσο (κατάργηση διδάκτρων, ελαχιστοποίηση των κριτηρίων εγγραφής σε κάποια σχολή, κυρίως τη Νομική, χαλαρές εξετάσεις...) ώστε να εγγραφεί ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός φοιτητών στο πανεπιστήμιο. Στην ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και η εκδίωξη του Όθωνα το 1862, η οποία κατέστησε το πανεπιστήμιο κέντρο της πολιτικής ζωής και θεσμό ανάδειξης πολιτικών ηγετών.

Παρά την έξαρση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, το εγχείρημα ανάδειξης του πανεπιστημίου σε alma mater του ελληνισμού χάνει τη λάμψη του μετά το 1870. Οι λόγοι είναι πολλοί, ενδογενείς και εξωγενείς. Το 1873, στην καθιερωμένη ετήσια τελετουργία  παράδοσης / ανάληψης των πρυτανικών αρχών, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, απερχόμενος πρύτανης, υποσημειώνει τη μειούμενη παρουσία των γόνων των Ελλήνων έξω από το Βασίλειο (Παπαρρηγόπουλος, 1873).

Τα επόμενα χρόνια, κυρίως από το 1890 έως το 1922, οι εκτός του Βασιλείου Έλληνες στέλνουν τα παιδιά τους λιγότερο στην Αθήνα. Προτιμούν τα αμερικανικά κολέγια τα οποία γνωρίζουν άνθηση μεταξύ των ορθοδόξων Χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Ελλήνων, Αρμένιων και Βουλγάρων κατά πρώτο λόγο (White, 1940, Freely, 2000, Kiprianos, 2007).

Ανάλογες διεργασίες παρατηρούνται και στο εσωτερικό του Βασιλείου. Από τη μία πλευρά, δυναμώνει η κριτική στους κύκλους των εκπαιδευτικών για την κατάσταση της εκπαίδευσης και την ποιότητά της. Από την άλλη πλευρά, χάρη και στα δημόσια έργα του Χ. Τρικούπη, καθίσταται φανερή η έλλειψη σε ειδικευμένο τεχνικό προσωπικό. Το αίσθημα έλλειψης τεχνικών και καλών παιδαγωγών τροφοδοτείται από τη συγκρότηση, το ίδιο χρονικό διάστημα, μιας πρωτόγνωρης πανεπιστημιακής αγοράς με επίκεντρο τα γερμανόφωνα κράτη αρχικά, και τη Γερμανία μετά το 1870 (Balachamis, 1971).

Έτσι, συγκροτείται το πρώτο κύμα Ελλήνων φοιτητών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, γερμανικά κατά μείζονα λόγο, οι οποίοι ανέρχονται μέχρι κοντά το 1890 σε λίγες δεκάδες. Παρά την προοδευτική αύξησή τους, δεν ξεπερνάνε, ώς τις αρχές του 20ού αιώνα, τους 200.[1] Ο αριθμός τους αυξάνει από το 1910 ώς την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου πόλέμου, το 1914, και προσεγγίζει τους 300. Μετά τον Πόλεμο έως  και το 1930, σ’ ένα κλίμα εντονότερης διεθνώς φοιτητικής κινητικότητας, οι Έλληνες φοιτητές αγγίζουν για πρώτη φορά τους 1000. Η οικονομική κρίση του 1929 και η ανάδυση ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη, οδηγούν στη μείωση των φοιτητικών ρευμάτων εν γένει, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι Έλληνες φοιτητές στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τα αμερικανικά δεν φαίνεται να ξεπερνούν τους 300.

Η κατάσταση μεταβάλλεται ριζικά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με τα μάλλον αξιόπιστα στοιχεία της ΟΥΝΕΣΚΟ (προέρχονται από τους εκπαιδευτικούς φορείς των χωρών υποδοχής), ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών φτάνει τους 8.717 το 1960 και έκτοτε διπλασιάζεται ανά δεκαετία. Ανέρχεται σε 14.147 το 1970 και δέκα χρόνια αργότερα, το 1980, υπερδιπλασιάζεται και φτάνει  τους 31.509 (Kyprianos, 1995, σ. 606).

Η ροή των Ελλήνων φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού μένει στάσιμη για μία περίπου δεκαετία. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΟΥΝΕΣΚΟ, από 31.509 το 1980, ο αριθμός τους εκτιμάται το 1990 σε 32.184. Τα επόμενα χρόνια, μάλιστα, φαίνεται να υποχωρεί ελαφρά καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, φτάνει το 1994 τους 28.879. Η μείωση είναι, ασφαλώς, πιο αισθητή από ό,τι φαίνεται σε πρώτη ματιά καθώς, όπως θα δούμε, το διάστημα αυτό αυξάνει ο αριθμός των μεταπτυχιακών και με το χρόνο μεταβάλλεται η αναλογία τους με τους προπτυχιακούς.

 Η κατάσταση αλλάζει άρδην από το 1995. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών στις χώρες-μέλη του (καλύπτουν το σύνολο σχεδόν των χωρών που «φιλοξενούν» Έλληνες φοιτητές) φτάνει το 1995 τις 36.638. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, το 1999, θα φτάσει στον εντυπωσιακό αριθμό των 57.825 φοιτητών (OECD, 2002, σ. 115). Έκτοτε, ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Για το 2001, ενδεικτικά, ο ΟΟΣΑ μνημονεύει τον αριθμό των 55.074 φοιτητών.  

Τα ποσοτικά δεδομένα που παραθέσαμε γίνονται πιο εύγλωττα αν τα δούμε υπό τοι πρίσμα τριών άλλων στοιχείων: τη σύνθεση των φοιτητών εξωτερικού ανάλογα με το επίπεδο σπουδών (προπτυχιακοί / μεταπτυχιακοί), την αναλογία τους με τους φοιτητές εσωτερικού και, τέλος, με το συνολικό αριθμό των αλλοδαπών φοιτητών.

Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο δεν έχουμε  στοιχεία για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές. Γνωρίζουμε, ότι ορισμένοι, κυρίως στα παιδαγωγικά, τις ανθρωπιστικές  και τις κοινωνικές επιστήμες, μεταβαίνουν στο εξωτερικό για να «συμπληρώσουν» τους σπουδές, χωρίς αυτό να απολήγει πάντα στη λήψη διδακτορικού διπλώματος. Στην κατηγορία αυτή μπορούμε να εντάξουμε το σύνολο σχεδόν των γνωστών παιδαγωγών του Μεσοπολέμου, τόσο δημοτικιστών όσο και καθαρευουσιάνων, οι οποίοι αν και πέρασαν κάποιο καιρό στο εξωτερικό είτε δεν διαθέτουν διδακτορικό δίπλωμα είτε το αποκτούν αργότερα στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, οι φοιτητές της κατηγορίας αυτής πρέπει να ανέρχονται στην καλύτερη περίπτωση σε λίγες δεκάδες.

Ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών αυξάνει μεταπολεμικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία των Γ. Ψαχαρόπουλου και Α. Μ. Καζαμία ανέρχονται σε 793 το 1962 και σε 1368 το 1970 (Ψαχαρόπουλος, Καζαμίας, 1985, σ. 211). Μέχρι, συνεπώς, το 1970 οι μεταπτυχιακοί, αντιπροσωπεύουν περί το 7 με 9% του συνόλου των φοιτητών εξωτερικού. Το μερίδιό τους μεγαλώνει στη συνέχεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αγγίζει το 15% για να φτάσει το 1994 κοντά στο 20% ήτοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος 5.610 μεταπτυχιακοί σε σύνολο 28.879 (Kontogiannopoulou-Polydorides, Papadiamantaki, Stamelos, 1999, σ. 3).

  Όσον αφορά την αναλογία των φοιτητών εξωτερικού / εσωτερικού μέχρι το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, να σημειώσουμε ότι, με αυξομειώσεις, ο αριθμός των φοιτητών του εσωτερικού ανερχόταν το 1889 σε 3.331 (εκ των οποίων 891 Έλληνες εκτός Βασιλείου) και το 1936 σε 10.561 (37 εκτός Βασιλείου). Αυτό σημαίνει ότι οι φοιτητές εξωτερικού αντιπροσωπεύουν πολύ λιγότερο από το 10% των φοιτητών εσωτερικού. Προσεγγίζουν το 10% μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όταν πλησιάζουν τους 1000.

Η αναλογία αλλάζει μεταπολεμικά. Οι φοιτητές εσωτερικού ανέρχονται σε 20.855 το 1955, σε 25.658 το 1960, σε 72.269 το 1970 και σε 85.718 το 1980. Οι φοιτητές εξωτερικού, κατά συνέπεια, ανέρχονται  στο 1/3 των φοιτητών εσωτερικού το 1960. λόγω της αύξησης του αριθμού των φοιτητών εσωτερικού, το ποσοστό τους πέφτει το 1970 και κορυφώνεται το 1980 ξεπερνώντας το 35%. Μετά από μία αξιοσημείωτη πτώση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1995, το 2001 προσεγγίζει το 20% των φοιτητών εσωτερικού.[2]

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τους  Έλληνες στο  σύνολο των ξένων φοιτητών, η αριθμητική τους παρουσία είναι αξιοσημείωτη από το 1870 έως το 1940, έπεται, όμως, κάποιων άλλων χωρών. Αν και δεν διαθέτουμε συγκεντρωτικά στοιχεία ανά χώρα, γνωρίζουμε ότι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, στην κατ’ εξοχήν χώρα υποδοχής ξένων φοιτητών, τη Γερμανία, εξαιρετικά υψηλή είναι η παρουσία των Αμερικανών και στη  συνέχεια των Ρώσων. Το 1892 οι Αμερικανοί ανέρχονται σε 415 και καλύπτουν το 22% των αλλοδαπών φοιτητών.[3] Στις αρχές του 20ου αιώνα, εντονότερη όλων είναι η παρουσία Ρώσων, Εβραίων κατά τεκμήριο. Το ίδιο διάστημα οι Έλληνες φοιτητές στη Γερμανία κυμαίνονται στους 50.

Η κυριαρχική παρουσία Αμερικανών και Ρώσων θα μπορούσε να αποδοθεί στο πολυάριθμο των δύο αυτών λαών οι οποίοι στα τέλη του 19ου αιώνα προσεγγίζουν τα 100 εκατομμύρια –το ελληνικό Βασίλειο το 1889 αριθμεί 2.187.000 κατοίκους.  Οι συγκρίσεις του  τύπου αυτού είναι κάπως απλουστευτικές και παραβλέπουν ζητήματα όπως η δυναμική μίας χώρας στο ζήτημα της παραγωγής της γνώσης ή η πολιτική των χωρών υποδοχής απέναντι στους ξένους φοιτητές[4]. Ακόμη, όμως, και έτσι υπάρχουν χώρες,  όπως η Ρουμανία και η Σερβία, οι οποίες έχουν κοντά διπλάσιους φοιτητές στο εξωτερικό, κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία.[5]

Η κατάσταση αλλάζει ριζικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Έκτοτε η Ελλάδα είναι αναλογικά με τον πληθυσμό της, η χώρα με τον υψηλότερο αριθμό φοιτητών στο εξωτερικό. Ενδεικτικά, ο αριθμός των φοιτητών εξωτερικού παγκόσμια υπολογιζόταν το 2002 σε 1,9 εκατομμύρια εκ των οποίων 1,78 στις χώρες του ΟΟΣΑ. 4,4% από τους φοιτητές στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν Κορεάτες, 3,3% Ιάπωνες, 3% Γερμανοί, 2,7% Γάλλοι, 2,6% Έλληνες και 2,5% Τούρκοι (OECD, 2004, σ. 298). Αυτό σημαίνει ότι, αναλογικά με τον πληθυσμό τους, η Ελλάδα και η Κορέα είναι, μακράν,  οι δύο χώρες με το μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών στο εξωτερικό.

 

2.       ΠΟΥ ΣΠΟΥΔΑΖΟΥΝ

 

Μία από τις δυσκολίες  για τη μελέτη των φοιτητών του εξωτερικού έγκειται στην αποσιώπηση, από τις αρμόδιες υπηρεσίες, των κοινωνικών τους χαρακτηριστικών. Έχουμε αναλυτικά στοιχεία για την κοινωνική σύνθεση των εγχώριων φοιτητών, αλλά όχι γι’ αυτούς του εξωτερικού. Η κοινοποίηση τέτοιων στοιχείων θα βοηθούσε τα μέγιστα στη μελέτη του συγκεκριμένου πληθυσμού και, βεβαίως, στην κατανόηση των λόγων που τους οδήγησαν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ελλείψει τέτοιων στοιχείων μπορούμε να συνάγουμε σχετικές ενδείξεις μέσω της διερεύνησης του χρόνου και του τόπου σπουδών.

Μετά το 1870, οι Έλληνες φοιτητές πηγαίνουν στη Γερμανία, την κατ’ εξοχήν χώρα υποδοχής αλλοδαπών φοιτητών το διάστημα αυτό. Ενδεικτικά, από 455 και 743 οι αλλοδαποί φοιτητές στα γερμανικά πανεπιστήμια τα ακαδημαϊκά έτη 1835-1836 και 1860-1861 φτάνουν το 1880-1881 τους 1.129 και το 1911-1912 τους 4.555 σε σύνολο 105.774 φοιτητών –79.245 σε πανεπιστήμια και 26.021 σε ανώτερα ιδρύματα (Karady, 1992).

Λόγω του μικρού τους αριθμού, οι Έλληνες συγκαταλέγονται, μέχρι το 1889, στην κατηγορία «άλλες ευρωπαϊκές χώρες» (167 φοιτητές). Το 1886, αντίθετα, στους 1.682 ξένους φοιτητές στα γερμανικά πανεπιστήμια αναφέρονται 51 Έλληνες. Εκτός από τη Γερμανία, τέσσερις άλλες χώρες προσελκύουν Έλληνες φοιτητές, όλες τους γαλλόφωνες και γερμανόφωνες: κυρίως η Γαλλία και το Βέλγιο και λιγότερο η Ελβετία και η Αυστρία. Το 1888 αναφέρονται 20 στο Βέλγιο και το 1894 85 στη Γαλλία (Karady, 1992).

Στη δεκαετία του 1890 ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού μειώνεται, γεγονός που προφανώς συνδέεται με τη σταφιδική κρίση, την πτώχευση και τον άτυχο πόλεμο του 1897. Η τάση αντιστρέφεται στις αρχές του 20ου αιώνα. Εφεξής ο κύριος όγκος των φοιτητών στρέφεται στις γαλλόφωνες χώρες, τη Γαλλία κυρίως (Ministère..., 1910). Μειώνεται,  αντίθετα, ο αριθμός τους στα γερμανόφωνα πανεπιστήμια, γερμανικά και αυστριακά κατά πρώτο λόγο.  Οι στατιστικές υπηρεσίες των χωρών υποδοχής απογράφουν 32 στο Βέλγιο το 1909, 83 το 1911 στα γερμανικά πανεπιστήμια και 134 το 1913 στη Γαλλία.

Ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού αυξάνει μετά το 1920. Βασική χώρα υποδοχής Ελλήνων, και γενικότερα ξένων φοιτητών παραμένει η Γαλλία, εμφανίζονται, ωστόσο, δύο νέοι πόλοι υποδοχής, οι ΗΠΑ, ο δεύτερος από το 1930, μετά τη Γαλλία προορισμός ξένων φοιτητών, και η αναγεννημένη εκπαιδευτικά, χάρη κυρίως στην επιρροή των Εργατικών, Μεγάλη Βρετανία. Ειδικότερα, απογράφονται 55 Έλληνες φοιτητές στο Βέλγιο το 1920,  37 στη Μεγάλη Βρετανία το 1922 και 45 στην Ελβετία το 1925. Όσον αφορά τέλος, τις δύο κυριότερες χώρες υποδοχής τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι υψηλότεροι αριθμοί καταγράφονται το 1928 στην πρώτη (176, 125 στα πανεπιστήμια και 51 στις Ανώτερες Σχολές) και το 1930 στη δεύτερη (474 φοιτητές). Να σημειώσουμε, τέλος, ότι, σύμφωνα με τις επίσημες αμερικανικές στατιστικές, το ακαδημαϊκό έτος 1930-1931, είναι εγγεγραμμένοι στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ 99 Έλληνες φοιτητές (Bois, 1956).

Μετά το 1930 ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια βαίνει μειούμενος. Το 1934 απογράφονται 83 στη Γερμανία (56 στα πανεπιστήμια και 27 σε Ανώτερες Σχολές) και 26 στην Ελβετία. Στη Γαλλία υπάρχουν το 1939 μόλις 50 Έλληνες φοιτητές. Μερική εξαίρεση αποτελεί η Αγγλία στην οποία το 1939 φοιτούν 43 Έλληνες φοιτητές.

Ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών παίρνει μεγάλες διαστάσεις μεταπολεμικά. Μέχρι το 1990, τους βασικότερους πόλους έλξης αποτελούν δύο χώρες, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι ΗΠΑ (βλ. πίνακα 1). Στις δύο αυτές χώρες προστίθεται μετά το 1968 η Ιταλία. Έκτοτε, και όσο μεγαλώνει ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών προστίθενται νέες χώρες προορισμού, «φθηνές» κατά τεκμήριο, Βαλκανικές στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές του 1980, Ανατολικο-ευρωπαϊκές στη συνέχεια.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τις χώρες υποδοχής, στα μέσα της δεκαετίας του 1990 συγκροτείται ένα τεράστιο ρεύμα προς το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο μέχρι τότε προσέλκυε λιγότερο από το 10% των Ελλήνων φοιτητών. Από τους 28.879 Έλληνες φοιτητές εξωτερικού το 1994, 10.929, δηλαδή πάνω από το 41%, μεταβαίνει στη χώρα αυτή. Το σχετικό ποσοστό με το χρόνο μεγαλώνει και παίρνει διαστάσεις από το 1997 –τη χρονιά μεταρρύθμισης Αρσένη- έτσι που το 2001 από τους 55.064 Έλληνες φοιτητές σε χώρες του Ο.Ο.Σ.Α, οι 28.860, πάνω δηλαδή από τους μισούς οδηγούνται στη χώρα αυτή.

 

 

Πίνακας 1. Οι βασικές χώρες προορισμού των Έλληνες φοιτητών εξωτερικού 1960-2001

Χώρα

Έτος

 

1960

1970

1980

1990

1997

2001

Σύνολο

8.717

14.147

31.509*

32.184

53.999

55.064*

Ηνωμένο Βασίλειο

180

795

1.993

3.115

17.073

28.860

Ιταλία

1.096

6.752

12.435

5.432

6.994

8.874

Γερμανία

2.834

1.942

5.417

6.434

8.283

8.017

ΗΠΑ

1.200

1.968

4.220

3.904

3.365

2.401

Γαλλία

435

528

4.037

2.659

2.931

2.566

Αυστρία

2.258

1.075

661

423

354

310

Ελβετία

299

409

406

401

300

262

Βέλγιο

77

220

305

1.103

928

616

Γιουγκοσλαβία

 

60

556

3.168

 

 

Βουλγαρία

 

 

 

1.960

5.173

 

Ρουμανία

 

19

 

1.517

4.865

 

Τουρκία

 

 

 

 

430

1.304

Ουγγαρία

 

 

 

 

967

457

Τσεχία

 

 

 

 

430

426

Σλοβακία

 

 

 

 

235

262

Πηγή: Για το 2001, O.E.C.D., 2002. Για τα άλλα έτη UNESCO, Statistical Years Book.

 

* Ενδέχεται οι αριθμοί του UNESCO να υποεκτιμούν ελαφρά ως το 1990 τον αριθμό των Ελλήνων φοιτητών εξωτερικού εφόσον παραλείπουν ορισμένες βαλκανικές χώρες στις οποίες υπάρχουν Έλληνες φοιτητές. Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α. που αναφέρονται μόνο στις χώρες-μέλη του οργανισμού. 

 

Η εκρηκτική αύξηση του αριθμού των Ελλήνων φοιτητών στο Ηνωμένο Βασίλειο εγείρει απορίες. Απ’ όσο γνωρίζω, στις επίσημες στατιστικές περιλαμβάνονται και οι εγγεγραμμένοι –κάποιες χιλιάδες- στα παραρτήματα των βρετανικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Αν ισχύει αυτό, τότε αλλάζουν ορισμένα από τα δεδομένα για τους Έλληνες φοιτητές του εξωτερικού.[6] Σε κάθε περίπτωση, η στροφή στα βρετανικά πανεπιστήμια συνδέεται και με την ανάπτυξη των μεταπτυχιακών θεσμών. Η απουσία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οργανωμένων μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με μετασχηματισμούς, στο διάστημα αυτό, στην αγορά των πτυχίων έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των μεταπτυχιακών φοιτητών. Το 1976 ανερχόταν σε 4.551, (Ψαχαρόπουλος, Καζαμίας, 1985, σ. 211), το 1994 σε 5.610. Αυτό σημαίνει ότι τη δεκαπενταετία 1980-1995 μειώνεται αισθητά ο αριθμός των προπτυχιακών φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού και αυξάνει των μεταπτυχιακών.

Από την άλλη πλευρά, ενώ ένα μεγάλο μέρος των προπτυχιακών φοιτητών (γύρω στο 20%) κατευθύνεται σε μη παραδοσιακές χώρες υποδοχές φοιτητών (Ιταλία, χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης), οι μεταπτυχιακοί κατευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε λίγες δυτικοευρωπαϊκές  χώρες και τις ΗΠΑ. Ενδεικτικά, από τους 5.610 μεταπτυχιακούς φοιτητές το 1994, 4.834 κατευθυνόταν σε τρεις χώρες: 3.476 στο Ηνωμένο Βασίλειο, 714 στις ΗΠΑ και 644 στη Γαλλία. Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε ακόμη πιο πέρα το συλλογισμό μας σημειώνοντας ότι εξίσου υψηλό, αν όχι υψηλότερο, είναι η αναλογία των φοιτητών που περατώνουν το διδακτορικό τους δίπλωμα στις χώρες αυτές ή ακόμη που κάνουν ειδικότητα σε ορισμένους τομείς όπως η ιατρική. Ενδεικτικά, 597 Έλληνες εκπόνησαν διδακτορικά σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ  από το 1985 ώς το 1989 και 1.223 από το 1990  ώς το 1996 (Κιμουρτζής, 2005), αριθμοί αναντίρρητα εντυπωσιακοί τόσο σε σχέση με το συνολικό αριθμό των Ελλήνων φοιτητών στη χώρα αυτή όσο και γιατί ξεπερνούν τον αριθμό των απονεμημένων διδακτορικών διπλωμάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια το ίδιο χρονικό διάστημα.

          

3.       Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ: ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

 

Διαπιστώσαμε ότι από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού είναι συγκριτικά υψηλός. Το ρεύμα, είδαμε, πήρε διαστάσεις μεταπολεμικά και άγγιξε το απόγειό του στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μέχρι το 1995 γνωρίζει ύφεση, κυρίως σ’ ό,τι αφορά τα προπτυχιακά και έκτοτε –κυρίως μετά το 1997- παίρνει πρωτόγνωρες διαστάσεις.

Πώς εξηγείται η τάση αυτή; Η πιο διαδεδομένη άποψη αποδίδει τον «ξενιτεμό» στο κλείσιμο της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η θέση δεν είναι αβάσιμη, αλλά είναι απλουστευτική. Δίχως αμφιβολία, η διόγκωση του αριθμού των φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού μεταπολεμικά  τροφοδοτείται από το «κλείσιμο» των ελληνικών ΑΕΙ μέχρι –με διαλείμματα στη δεκαετία του 1960- το 1981. Το διάστημα αυτό ο αριθμός των φοιτητών στην Ελλάδα παραμένει με βάση τα συγκριτικά δεδομένα (Κυπριανός 2004) σε πολύ χαμηλά επίπεδα και καλύπτει μόλις το 15% των αποφοίτων των εξατάξιων, τότε γυμνασίων. Το «κλείσιμο» βρίσκεται σε τρανταχτή αντίφαση τόσο με τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των φοιτητών διεθνώς όσο και με τους κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας.

Το «άνοιγμα» των πανεπιστημίων διεθνώς επιτρέπει στους Έλληνες να γράφονται σχετικά εύκολα στα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Χάρη στις αλλαγές στην ελληνική οικονομία, από την άλλη πλευρά, κυρίως μετά το 1958, αρκετοί Έλληνες, ακόμη και αγρότες, μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό. Πρόκειται, λογικά, κυρίως για τους φοιτητές που σπουδάζουν στις νέες, και οικονομικότερες, χώρες προορισμού, την Ιταλία αρχικά, τις Βαλκανικές αργότερα και τις Ανατολικο-ευρωπαϊκές  στη συνέχεια. Στην ίδια κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε και αρκετά παιδιά που πάνε στις ΗΠΑ και, κυρίως, την πρώην Δυτική Γερμανία χάρη σε συγγενείς μετανάστες.

 

Πίνακας 2. Υποψήφιοι φοιτητές και εισακτέοι σε ΑΕΙ και ΤΕΙ (1980-2000)

Έτη

Υποψήφιοι

Φοιτητές

Εισακτέοι ΑΕΙ

Εισακτέοι ΤΕΙ

1980/81

84.468

18.733

15.571

1985/86

149.246

29.087

35.336

1990/91

124.658

29.319

19.090

1995/96

153.547

26.938

19.560

1996/97

151.499

27.803

23.252

1997/98

169.750

30.912

25.660

1998/99

 

32.810

 

1999/00

 

38.820

 

1999/00**

 

40.641

 

Πηγή: Για τη 2η στήλη Στατιστικές της Εκπαιδεύσεως. Για τα δεδομένα του 1999-2000 με δύο αστερίσκους Τμήμα Επιχειρησιακών Ερευνών & Στατιστικής του ΥΠΕΠΘ. Για την 1η και την 3η στήλη Μαγουλά, 2004. Σημειώνω ότι η Μαγουλά στηρίζεται σε στοιχεία της ΕΣΥΕ που διαφέρουν αισθητά από αυτά των Στατιστικών της Εκπαιδεύσεως.

 

Την υπόθεση της αιτιακής σχέσης κλεισίματος των ΑΕΙ και μετάβασης στο εξωτερικό μπορούμε να την ελέγξουμε και αντίστροφα. Το άνοιγμα των ελληνικών ΑΕΙ από το 1981 έχει αποτελέσματα, καθώς καταλαγιάζει τη ροή προς το εξωτερικό και τη μειώνει ελαφρά. Το ερώτημα είναι γιατί η ροή στα πανεπιστήμια εξωτερικού παίρνει μεγάλες διαστάσεις από το 1995 και ιδιαίτερα μετά το 1997, τη χρονιά ακριβώς που ο αριθμός των φοιτητών στα ελληνικά ΑΕΙ και ΤΕΙ, αρχίζει πάλι να αυξάνει μετά από  το «πάγωμα» της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη.[7] Επιπλέον, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οργανώνονται στην Ελλάδα και οι μεταπτυχιακές σπουδές.

Το άνοιγμα των ελληνικών ΑΕΙ δεν φτάνει, συνεπώς, για να ανακοπεί η μετάβαση στο εξωτερικό. Για να κατανοήσουμε την, εκ πρώτης όψεως, αντίφαση θα πρέπει να έχουμε κατά νου τους όρους του ανοίγματος της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τη συγκυρία, εγχώρια και διεθνή, στην οποία λαμβάνει χώρα. Συντελείται, κατ’ αρχήν, σε μία συγκυρία κατά την οποία αρκετά πτυχία δεν αποτελούν αυτονόητα διαβατήρια επαγγελματικής αποκατάστασης. Αυτό έχει να κάνει με τις αλλαγές στην αγορά εργασίας αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο επιτελείται το άνοιγμα, την πρόχειρη, κατά κανόνα, ίδρυση τμημάτων και σχολών, η οποία έχει επιπτώσεις και στο επαγγελματικό αντίκρισμα των πτυχίων τους. Στη συνθήκη αυτή, η ζήτηση ορισμένων («σίγουρων») πτυχίων, ιατρικής κυρίως, αναντίστοιχη με την προσφορά στα ελληνικά ΑΕΙ, οδηγεί πολλούς, εν πολλοίς από τα λαϊκότερα στρώματα, να στραφούν, κατά βάση, στις φθηνότερες αγορές πτυχίων για την απόκτήσή τους.

 

Πίνακας 3. Άνεργοι απόφοιτοι ΑΕΙ σε χιλιάδες (1981-2002)

Έτος

Άνεργοι

Συνολικά

Άνεργοι πτυχιούχοι ΑΕΙ συνολικά και κατά ομάδα ηλικίας

 

 

Σύνολο

20-24

25-29

30-44

45-65

65+

1981

155,3

13,1

 

 

 

 

 

1991

301,1

29,8

8,8

12,8

7,2

1,0

0,1

1992

349,8

31,5

8,6

13,6

7,7

1,5

--

1993

398,2

43,6

10,2

19,1

12,4

2,0

--

1994

403,8

41,6

8,0

18,8

11,7

2,9

0,1

1995

424,7

46,1

8,6

20,5

13,6

3,2

0,1

1996

446,4

45,4

7,8

22,0

13,1

2,4

--

1997

440,3

45,5

7,5

20,9

13,4

3,7

--

1998

502,0*

43,2 (+,2)**

 

 

 

 

 

1999

553,0*

53,9(+1,9)**

 

 

 

 

 

2000

471,8*

45,1(+1,5)**

 

 

 

 

 

2001

471,3*

44,4(+2,3)**

 

 

 

 

 

2002

428,0

38,9(+1,7)**

 

 

 

 

 

Πηγή: Για το διάστημα 1981-1997 Ετήσιες έρευνες απασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Για το διάστημα 1998-2002 WWW.statistics.gr

* Ανεργία του Δ’ εξαμήνου του αντίστοιχου έτους

** Στην παρένθεση είναι ο αριθμός των κατόχων διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου.

 

Αυτά, τέλος, λαμβάνουν χώρα, σε μία νέα διεθνή συγκυρία, την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την έλευση της λεγόμενης κοινωνίας της πληροφορίας. Στο συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με την αύξηση των κατόχων πανεπιστημιακών τίτλων, ο μεταπτυχιακός τίτλος γίνεται τυπικό και συμβολικό μέσο για την προφύλαξη από την οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση. Από την άλλη πλευρά, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας ανάδειξε την αγγλική γλώσσα σε κυρίαρχο, αν όχι μοναδικό, διεθνές μέσο επικοινωνίας. Διόλου τυχαίο ότι οι τρεις βασικές αγγλόφωνες χώρες, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία προσέλκυσαν το 2002 πάνω από τους μισούς (το 52%) του 1,78 εκατομμυρίου ξένων φοιτητών στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Οι παράμετροι που αναφέρθηκαν δεν εξαντλούν το ζήτημα των σπουδών στο εξωτερικό. Με εξαιρέσεις, κυρίως 1-2 τμήματα του ΕΜΠ, η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση από το 1870 έως το 1922 ήταν «ανοικτή» και εύκολα προσβάσιμη στους απόφοιτους της «μέσης» εκπαίδευσης. Κι όμως, το διάστημα αυτό μεταβαίνουν όλο και περισσότερο Έλληνες στα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις μέρες μας. Αν και τα μεταπτυχιακά τμήματα στα ελληνικά ΑΕΙ δεν λείπουν, όλο και περισσότεροι απόφοιτοι στρέφονται σε αντίστοιχα τμήματα πανεπιστημίων του εξωτερικού.

Η τρέχουσα παραφιλολογία περί ποιότητας των ελληνικών ΑΕΙ δεν απαντάει, στη γενικότητά της, στο ερώτημα. Δεν χωρά αμφιβολία ότι η μετάβαση σε ιδρύματα του εξωτερικού σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης στην Ελλάδα. Όπως και πολλές άλλες χώρες, κατά βάση μη προηγμένες οικονομικά,  οι ελληνικές αρχές στέλνουν στη δεκαετία του 1870 υποτρόφους στη θεωρούμενη κατ’ εξοχήν χώρα της γνώσης, τη Γερμανία, με στόχο τη μεταφορά γνώσης και τη συγκρότηση επιστημόνων ικανών να συμβάλουν στην παραγωγή της μετά την επιστροφή στη χώρα τους.[8] Η πρακτική αυτή ακολουθείται έκτοτε, τόσο από κρατικούς φορείς όσο κι από ιδιωτικούς, με τη χορήγηση υποτροφιών.  Ενδεικτικά, μόνο το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ), που ιδρύθηκε επί τούτου το 1952, χορήγησε το ακαδημαϊκό έτος 1999-2000 223 υποτροφίες για μεταπτυχιακούς υποτροφίες εξωτερικού (Kontogiannopoulou-Polydorides, Papadiamantaki, Stamelos, 1999, σ. 15). Τουλάχιστον άλλες τόσες υποτροφίες χορηγούνται από μη κρατικά ιδρύματα.

Στην εν λόγω κατηγορία  μπορούμε να εντάξουμε και τις υποτροφίες των ξένων κυβερνήσεων αλλά και των προγραμμάτων μεγάλων ιδιωτικών οργανισμών με διακηρυγμένο στόχο τη συνδρομή των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και τη σύσφιξη, υποτίθεται, των διμερών τους σχέσεων.  Από τη σκοπιά αυτή αξίζει να μνημονεύσουμε το κρατικό αμερικανικό πρόγραμμα Fulbright. «Από την ίδρυσή του το 1949 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄60», γράφει ο Στ. Πεσμαζόγλου, «το πρόγραμμα ανταλλαγής υποτρόφων του ιδρύματος Fulbright επέτρεψε σε περισσότερους από χίλιους Έλληνες να βρεθούν στις ΗΠΑ και σε περίπου οκτακόσιους Αμερικανούς στην Ελλάδα. Το πρόγραμμα λειτούργησε σε τρία επίπεδα: κορυφαίοι ερευνητές, επαγγελματίες, αλλά και σπουδαστές (μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί» (Πεσμαζόγλου, 1995, σ. 63).[9] Ανάλογες πρακτικές υιοθέτησαν και οι «μεγάλες» ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία. «Στην Ελλάδα»,  σημειώνει ο Στ. Πεσμαζόγλου, «η Γαλλία ξεκίνησε το 1945, αμέσως μετά τον πόλεμο, με την παροχή περίπου 50 υποτροφιών. Υψηλό ποσοστό αυτών των υποτρόφων αναγνωρίστηκαν αργότερα ως κορυφαίοι διανοούμενοι με μεγάλη  επιρροή στην Ελλάδα, ακόμη και στην Ευρώπη», (Πεσμαζόγλου, 1995, σσ. 70-71).

Πέρα, λοιπόν, από εκείνους που δεν έχουν πρόσβαση στα ΑΕΙ του εσωτερικού, στο εξωτερικό πάει, σε προπτυχιακό και κυρίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο, και μία ευάριθμη ομάδα, με στόχο τη γνώση και, εύλογα, τη μεταφορά και μετάδοση της στο εσωτερικό. Η πρακτική αυτή ακολουθείται από όλες τις χώρες, ιδιαίτερες ορισμένες, όπως η Κίνα και η Κορέα, που αποσκοπούν μέσω των φοιτητών τους σε ξένα πανεπιστήμια, κυρίως των ΗΠΑ, στην εισαγωγή τεχνογνωσίας.

Οι σπουδές στο εξωτερικό, ιδιαίτερα σε ένα καλό πανεπιστήμιο μιας προηγμένης οικονομικά χώρας, εκτός από την πρόσβαση στη γνώση προσδίδουν κύρος και καταξίωση. Αποτελούν, με άλλα λόγια, θεμελιώδες μέσο κοινωνικής διάκρισης: το πτυχίο αποτελεί εχέγγυο γνώσης και μόρφωσης, ο τόπος προορισμού εχέγγυο εμπειριών και η ομιλούμενη γλώσσα διαβατήριο συμμετοχής σε μία κοσμοπολίτικη ομάδα. Για λόγους συναφείς με την ιστορία των αστικών στρωμάτων στην Ελλάδα, από το 1890 και μετά, πολλοί γόνοι της ομάδας αυτής «σνομπάρουν» τα ελληνικά πανεπιστήμια και στρέφονται στα «καλά» του εξωτερικού.

Η συγκεκριμένη πρακτική δεν συνιστά βέβαια ελληνική ιδιοτυπία. Ομόλογα φαινόμενα υπάρχουν και στις άλλες χώρες. Η «ελίτ» των χωρών του τρίτου κόσμου συχνάζει τα καλά δυτικά πανεπιστήμια, η γαλλική τις Μεγάλες Σχολές και η αμερικανική τα «καλά» πανεπιστήμια, κυρίως αυτά της Ivy League. Στην Ελλάδα ανάλογη λειτουργία σήμερα επιτελούν, κατ’ αρχήν, τα «καλά» ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και αυτά των μεγάλων δυτικών χωρών (αμερικανικό κολέγιο, γερμανικό σχολείο, γαλλικό, ιταλικό...). Η μετάβαση στο εξωτερικό συνήθως είναι το επιστέγασμα της προηγούμενης διαδρομής.

Η κοινωνική διάκριση οδηγεί αρκετούς γόνους εύπορων οικογενειών  στα πανεπιστήμια του εξωτερικού μετά το 1870, πάνω απ’ όλα στη Γαλλία, την πλέον κοσμοπολίτικη χώρα την περίοδο αυτή. Η καλή γνώση της γαλλικής συνιστά ουσιώδες μέσο για την κατάληψη αξιωμάτων, δημόσιων κατά κύριο λόγο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει σημαντικό τμήμα Ελλήνων από αυτούς που καταφεύγουν στα δυτικά πανεπιστήμια μεταπολεμικά, ιδιαίτερα, μέχρι τη δεκαετία του 1980 αυτή που κάνουν μεταπτυχιακά. Αρκετοί από αυτούς προέρχονται από τα «καλά» σχολεία στην Ελλάδα (κυρίως τα ξενόγλωσσα) και μεταβαίνουν, συχνά, απευθείας στο εξωτερικό παρακάμπτοντας τα εγχώρια πανεπιστήμια. Άλλοι, αφού πετύχουν –όπως συμβαίνει κατά τεκμήριο με τους μαθητές αυτούς- στα ιδρύματα της αρεσκείας τους μεταβαίνουν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά. Στη συνθήκη αυτή η απαξίωση του ελληνικού σχολείου αποτελεί όρο για την αξιοδότηση ορισμένων ιδρυμάτων της αλλοδαπής και, εν τέλει, όρο για την αυτοαξιοδότηση των συγκεκριμένων ατόμων και ομάδων. 

  

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Balachamis P., (1971), Die griechische Volksschullehrerbildung – Unter besonderer Beruecksichtigung des Einflusses der deutschen Padagogik, Inaugural – Dissertation zur Erlangung des Doktorgrades der Philosophischen Fakultat der Ludwig – Maximilians – Universitat zu Munchen.      

Bois Cora du (1956) Foreign Students and Higher Education in the United States, American Council on Education, Washington D.C. by Carnegie Endowment for International Peace.

Charle, Ch., Verger, J., (1994), Histoire des universités, Paris: PUF.

Δημαράς, Κ. Θ., (1987), Εν Αθήναις τη 3η Μαΐου 1837, Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ετήσιες έρευνες απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, 1981-1997.

Freely J., (2000), A History of Robert College, The American College for Girls, and Bogazici University , Istanbul: Bosphorus University, Volume I, YKY. 

Karady V., (1992), Rapports inter-universitaires et rapports culturels en Europe (1871-1945). Rapport de fin d’étude, Centre de Sociologie de l’Education et de la Culture, EHESS et CNRS.

Κιμουρτζής Π., (2005), «Φοιτητική κινητικότητα και ροή ειδικευμένου προσωπικού: Η περίπτωση της Ελλάδας στα τέλη του 20ου αιώνα», Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τχ. 5, Φθινόπωρο, σσ. 48-92.

King H. H., (1925), “Outline History of Students Migrations” in The Foreign Study in America. A Study by the Commission on Survey of Foreign Students in the United States of America, Under the Auspices of the Friendly Relations Committees of the Young Men’s Christian Association and the Young Women’s Christian Association, edited by W. R. Wheeler, H. H. King, and A. B. Davidson, with a foreword by Robert E. Speer, New York: Association Press, σσ. 3-38 

Kontogiannopoulou-Polydorides G, Papadiamantaki Y., Stamelos G., (1999), Higher Education Admissions and Student Mobility within the EU, “ADMIT, Project funded by the European Community under the Targeted Socio-Economic Research Programme (TSER).

Kontogiannopoulou-Polydorides G, Papadiamantaki Y., Stamelos G., (2001), Higher Education Admissions and Student Mobility within the EU, “ADMIT”, Project funded by the European Community Research Directorate-General within the TSER Programme, December 2001.

Κούμας Κ., (1832), Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, τόμος 12ος, Βιέννη: (ανατύπωση Αθήνα, εκδόσεις Ν. Καραβίας, 1998).

Kiprianos P., (2007), “La formation des élites grecques dans les universités occidentales », περιοδικό Histoire de l’Education, Ιανουάριος, σσ. 1-28.

Κυπριανός Π., (2004), Συγκριτική Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης, Αθήνα: εκδόσεις Βιβλιόραμα.

Kyprianos P., (1995). “Diplômes et Etat: sur la passion de l'école dans la Grèce contemporaine”, Revue Tiers Monde, τχ. 143, Παρίσι, Ιούλιος- Σεπτέμβριος, σσ. 598-619.

Ministère de l’Instruction Publique et des Beaux - Arts, (1910), Enquêtes et documents relatifs à l’enseignement supérieur. C. Rapports des conseils des universités pour l’année scolaire 1908-1909, Paris : Imprimerie Nationale.

Μαγουλά Θ., (2004), «Η ζήτηση από Έλληνες τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών υπηρεσιών στο εξωτερικό», στο Δ.Γ. Τσαούσης (επιμέλεια), Από τη διεθνοποίηση των πανεπιστημίων προς την παγκοσμιοποίηση της εκπαίδευσης, Αθήνα: Gutenberg, σσ. 491-518.   

Moraitinis P. A., (1877) La Grèce telle quelle est, Αθήνα: (ανατύπωση Αθήνα εκδόσεις Ν. Καραβίας, 1986.

OECD, (2002), Education Policy Analysis, Paris.

OECD, (2004), Education at a Glance, Paris.

Παπαρρηγόπουλος Κ. (1873), Λόγος εκφωνηθείς την ΚΓ΄ Οκτωβρίου  1873.

Πεσμαζόγλου Σ. (1995), Εκπαιδευτικές ανταλλαγές και τεχνική βοήθεια στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η διπλωματία των εκσυγχρονιστικών ιδεών, Αθήνα, Κομοτηνή: εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.

Readings B., (1996), The University in Ruins, Harvard: Harvard University Press.

Σιδέρη Α., (1989), «Εν Εσπερία τα φώτα», στο Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία. Ιδεολογική διάσταση και προοπτικές, Αθήνα: ΙΑΕΝ – ΓΓΝΓ, τ. Α΄, σσ. 84-98.

Στατιστική της Εκπαιδεύσεως,

UNESCO, Statistical Years Book, 1990-1997.

Ψαχαρόπουλος Γ.,– Καζαμίας Α.Μ, (1985), Παιδεία και ανάπτυξη στην Ελλάδα: κοινωνική και οικονομική μελέτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Αθήνα, ΕΚΚΕ.

Weill, C., (1996), Etudiants Russes en Allemagne, 1900-1914. Quant la Russie frappait aux portes de l’Europe, Paris : l’Harmattan.

White, G. E., (1940), Adventuring with Anatolia College, Grinnel, Iowa:  Register Publishing Company.

 



[1] Μέχρι το 1922 στους Έλληνες φοιτητές στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια θα πρέπει να προστεθούν και λίγοι ακόμη οι οποίοι εγγράφονται ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

[2] Το ποσοστό εξαρτάται από τον τρόπο υπολογισμού των φοιτητών στην Ελλάδα. Το 1994, πχ, οι  φοιτητές ΑΕΙ ανερχόταν συνολικά σε 195.785. Από αυτούς 105.314 ήταν γραμμένοι σε «κανονικά εξάμηνα» και οι άλλοι 90.476 «πέραν των κανονικών». Σ’ αυτούς θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τους φοιτητές των ΤΕΙ που ανερχόταν σε 60.000. 

[3] Σύμφωνα με επίσημη αμερικανική εκτίμηση, από το 1781 έως το 1850 περισσότεροι από 100 Αμερικανοί σύχνασαν σε γερμανικά πανεπιστήμια. Το ακαδημαϊκό έτος 1835-1836 οι αλλοδαποί φοιτητές ανέρχονταν στα γερμανικά πανεπιστήμια σε 475, ήτοι στο 4,02% του συνόλου των φοιτητών. Το ακαδημαϊκό έτος 1870-1871 οι αλλοδαποί φοιτητές  προσέγγίζαν τους 735, ήτοι 6,1% του συνόλου των φοιτητών. Το 1892 οι αμερικανοί φοιτητές ανέρχονταν σε 415 και αντιπροσώπευαν το 22% του συνόλου των ξένων φοιτητών. (King, 1925).

[4] Στη Γερμανία, ενδεικτικά, λόγω της αντίδρασης των Γερμανών φοιτητών, στα 1905, οι οποίοι βλέπουν τους ξένους να τους «παίρνουν» τις δουλειές σε ορισμένους τομείς αιχμής, όπως στη χημική βιομηχανία, ορίζεται ότι το ποσοστό των ξένων φοιτητών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 12% των γηγενών. Το 1912, ως αντίδραση στη μεγάλη αύξηση των Ρώσων φοιτητών στις Ιατρικές σχολές, θεσπίζεται στην Πρωσία ανώτατο όριο για τους ξένους φοιτητές ο αριθμός των 900 ανά χώρα. (Weill, 1996, σ. 82-83).

[5] Οι συγκρίσεις αυτές έχουν ασφαλώς μόνο ενδεικτική αξία εφόσον η κατάσταση στα πανεπιστήμια των χωρών αυτών είναι τελείως διαφορετική. Τα αμερικανικά πανεπιστήμια το διάστημα αυτό δέχονται συγκριτικά μεγάλο αριθμό φοιτητών σε αντίθεση με τα αυτά της Σερβίας, της Ρουμανίας και, ακόμη, περισσότερο της Ρωσίας που είναι «κλειστά».

[6] Εκτός από την εμπορευματοποίηση των πανεπιστημιακών πτυχίων και τη συνακόλουθη μέριμνα των χωρών που τους παρέχουν να αναγνωριστούν από κράτη και αγορές, οι αριθμοί αποτελούν μέρος των εντυπώσεων που επιδιώκει να κερδίσει η κάθε χώρα στο πλαίσιο του σκληρού ανταγωνισμού των μεγάλων δυτικών χωρών για την προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών. Τα γερμανικά πανεπιστήμια, ενδεικτικά, κατατάσσουν στην κατηγορία «αλλοδαποί» και τους φοιτητές εκείνους, Τούρκους κατά τεκμήριο, οι οποίοι γεννήθηκαν στη Γερμανία, πήγαν σε γερμανικό σχολείο αλλά δεν έχουν γερμανική υπηκοότητα. Το ίδιο, απ’ όσο ξέρω, κάνουν και άλλες χώρες.

[7] Το διάστημα 1995-2002 ο αριθμός των φοιτητών  και σπουδαστών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αυξάνει κατά 80%.

[8] Με την καθιέρωση των διεθνών εκθέσεων, γίνονται γνωστά τα επιτεύγματα σε διάφορους τομείς. Ορόσημο αποτελεί η έκθεση του 1854 στο Λονδίνο. Η τεχνολογική υπεροχή των Γερμανών βιώνεται ως παράγωγο της καλύτερης εκπαίδευσής τους. Η εικόνα της υπεροχής της γερμανικής εκπαίδευσης  προβάλλει ως αυτονόητη μετά τη νίκη της Πρωσίας στο γαλλο-γερμανικό πόλεμο του 1870. Στην Ελλάδα, το επιχείρημα  χρησιμοποιείται κατά κόρο από τους υπέρμαχους της μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης. Ένα από τα μέσα για το σκοπό αυτό, όπως και για την κάλυψη των αναγκών σε ειδικευμένο προσωπικό, είναι η αποστολή νέων στο εξωτερικό, κυρίως τη Γερμανία. Η τάση ενισχύεται μετά το γάμο, το 1877, του διαδόχου Κωνσταντίνου με την αδελφή του αυτοκράτορα Γουλιέλμου, τη συνακόλουθη σύσφιξη των σχέσεων των δύο χωρών και τη μεγαλύτερη επιρροή της Γερμανίας στην Ελλάδα.

[9] Διόλου, συνεπώς, τυχαίο ότι το 1951 ο αριθμός των Ελλήνων στα αμερικανικά πανεπιστήμια φτάνει τους 651 (Bois, 1956), αριθμός εντυπωσιακός αν αναλογιστούμε ότι οι φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν ξεπερνάνε  τις 15.000.